Παρασκευή, 8 Απριλίου 2011 Είμαι συνταξιούχος. Αποστρατεύτηκα πριν ένα χρόνο περίπου από την Ελληνική Αστυνομία. Γεννήθηκα και διαμένω με την οικογένεια μου σε ένα ευλογημένο τόπο στην ανατολική μεριά της Κρήτης....
Οι γονείς μου ήταν φτωχοί άνθρωποι, μορφές του καθημερινού μόχθου. Μέσα από τα χέρια του πατέρα μου γνώρισα την αγάπη για τη φύση γιατί κάθε φορά που φύτευε ένα δέντρο ή ένα λουλούδι κι αυτό έβγαζε καρπούς ή άνθη, μετουσίωνε έτσι την ύλη σε πνεύμα χωρίς να το γνωρίζει ή μήπως το γνώριζε με τον δικό του τρόπο; Μέσα από τα μάτια της μητέρας μου γνώρισα όλη την καλοσύνη και την αγάπη για τον κόσμο. Αυτές τις αξίες μου μεταβίβασαν. Αρχές της δεκαετίας του '60. Ζήσαμε στερήσεις, δύσκολα χρόνια, πέτρινα, αλλά μέσα στα λίγα που είχαμε βρισκόταν όλη η ευτυχία. Ίσως γιατί "το γλυκό του κουταλιού είναι νόστιμο, γιατί είναι λίγο" όπως λέει και ο Λουδοβίκος των Ανωγείων. Μάθαμε όμως μέσα από τις δυσκολίες να εκτιμούμε κάποια πράγματα όπως η αγάπη για τον συνάνθρωπο, η αγάπη για τη φύση, η αγάπη για τη ζωή. Όταν αποφάσισα να καταταγώ στην Ελληνική Αστυνομία, μοναδικός μου σκοπός ήταν τούτος. Να βοηθήσω τον συνάνθρωπο μου, και το λέω αυτό με την ουμανιστική έννοια της λέξης, ξεπερνώντας ακόμα και τα στενά υπηρεσιακά πλαίσια. Ο μεγάλος δάσκαλος Νίκος Καζαντζάκης μ'έμαθε να αγαπώ την ευθύνη υπερβαίνοντας το Εγώ, γιατί γνωρίζεις κι εσύ πολύ καλά, ό,τι μόνο αν ξεπεράσεις το Εγώ τότε μόνο μπορείς να σμίξεις με τον Άνθρωπο, με το Θεό, γιατί κάθε άνθρωπος κρύβει ένα μικρό Θεό μέσα του. Μεγάλωσα με τις μουσικές σου, όσο κι αν αυτό ακούγεται παράξενο και αυτό έχει να κάνει με την στεβλή εικόνα που έχει σχηματιστεί, πολλές φορές όχι άδικα, για τους ένστολους, πέρα από στερεότυπα και προκαταλήψεις. Παντού υπάρχουν ανοιχτές καρδιές για κάτι πιο όμορφο από αυτό που συναντάμε στην καθημερινότητα. Άλλωστε όπως λέει κι ένας ινδουιστικός αφορισμός: "Αξίζεις όσο και εκείνο που πάνω του συγκεντρώνεις την προσοχή σου". Δεν ξέρω, φίλε μου Μίκη, αν πρέπει να γελάσω ή να κλάψω όταν πρώην συνάδελφοι μου, αν νομιμοποιούμαι να τους χαρακτηρίζω έτσι, σε κυνηγούσαν, σε συλλάμβαναν και σε εξόριζαν. Δεν ήξεραν οι αφελείς ότι μπορεί να φυλάκιζαν τον Μίκη αλλά το πνεύμα του και οι ιδέες του κυκλοφορούσαν ανάμεσα μας. Και πως θα μπορούσε άλλωστε να συλληφθεί ένα πνεύμα; Ύστερα από 25 χρόνια υπηρεσίας αποστρατεύτηκα με την συνείδηση μου απόλυτα ήσυχη γιατί τίμησα τη στολή που μου πρόσφερε η πατρίδα μου χωρίς ανταλλάγματα πέραν του μισθού μου. Εξάλλου δεν είναι η στολή αυτή που καταξιώνει τον άνθρωπο αλλά ο άνθρωπος καταξιώνει τη στολή που φοράει.
Φίλε μου Μίκη, σου τα γράφω όλα αυτά εξ αιτίας της διακήρυξης σου στην οποία οι απόψεις σου με βρίσκουν απόλυτα σύμφωνο. Κάποτε η Αγνή Μπάλτσα είχε πει ό,τι η σιωπή στις μέρες μας είναι κραυγή. Σήμερα θα έλεγα ότι είναι ενοχή. Και αναφέρομαι βέβαια στην τρέχουσα κοινωνικοπολιτική κατάσταση. Δεν θα αναφερθώ σε αυτήν γιατί είναι λίγο πολύ γνωστή.
Να ξέρεις μόνο ό,τι υπάρχουν χιλιάδες ψυχές έτοιμες να σε ακολουθήσουν πέρα από κομματικές ταυτότητες. Θα το θεωρούσα τιμή μου, φίλε Μίκη, ένας πρώην αστυνομικός να ζητάει από σένα να μετουσιώσεις τη ΣΠΙΘΑ σε λάμψη για να λάμψουν τα σκοτάδια. Και θα μου επιτρέψεις να κλείσω με τα λόγια ενός μεγάλου ποιητή του Μανόλη Αναγνωστάκη που ξέρω πόσο πολύ αγαπάς: "Κι ήθελε πολύ φως να ξημερώσει, όμως εγώ δεν παραδέχτηκα την ήττα". Σε ευχαριστώ για ό,τι έχεις προσφέρει στην Ελλάδα μας.