Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2013
Δευτέρα 18 Φεβρουαρίου 2013
Η ελληνική κρίση είναι μονοσήμαντα πολιτική
Ο Γιώργος Κοντογιώργης είναι καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο |
Γιώργος Κοντογιώργης
Η πρωτοφανής κρίση που διέρχεται η χώρα είναι πρωτογενώς πολιτική.
Την προκάλεσε εξ ολοκλήρου το πολιτικό σύστημα και, στο πλαίσιο αυτό,
το πολιτικό προσωπικό που αυτό "παράγει". Ένα προσωπικό που λειτουργεί,
έναντι του κράτους, με τους όρους του υποκόσμου: ιδιοποιείται
απροκάλυπτα το δημόσιο αγαθό που προόρισται να υπηρετήσει. Ασκεί
πολιτικές που εξυπηρετούν εντέλει τους ιδίους και τους
συγκατανευσιφάγους που διαπλέκονται μαζί τους, με διακύβευμα τη νομή της
κοινωνίας. Έχει αποσυνθέσει και (ανα-)δομήσει το κράτος, από την
τελευταία του βαθμίδα, με μέτρο την αρχή των ολιγαρχικών συμμοριών, τις
οποίες ενορχηστρώνει η κομματική νομενκλατούρα. Τέλος, χρησιμοποιεί τη
Βουλή ως νομοθετικό όχημα και ως καθαρτήριο της ανομίας.
Τα
αναχώματα που η πολιτική τάξη έχει ορθώσει, προκειμένου να παραμένει
υπεράνω του νόμου και να κατοχυρώσει το λεηλατικό της έργο, υπερβαίνουν
τη φαντασία, ακόμη και του πιο ευφάνταστου κακοποιού. Ένα
ολόκληρο οπλοστάσιο -το Σύνταγμα, ο Κανονισμός της Βουλής, και οι νόμοι
για την (μη) ευθύνη τους- συμπληρώνει η κατά συρροήν καταχρηστική
εφαρμογή τους, με κορυφαία την επένδυση της Βουλής με
δικαστικές αρμοδιότητες, ώστε να αποκλεισθεί κάθε δικλείδα διαφυγής προς
τη δικαιοσύνη, ακόμη και των ιδιωτικών κακουργιών των μελών της. Στο
πλαίσιο αυτό, η Δυτική κρίση, απλώς εξέθεσε την πολιτική τάξη, δεν
παρήγαγε την ελληνική κρίση.
Στο
κλίμα αυτό, η επένδυση στην ασυδοσία και στην ατιμωρησία για τη
λεηλασία, τη διαπλοκή, τη διαφθορά, την αποδόμηση της δημόσιας διοίκησης
και της κοινωνικής συλλογικότητας, την πελατειακή εκτροπή των δημοσιών
πολιτικών, καλύφθηκαν με το πρόσχημα (την ανάληψη) της
"πολιτικής ευθύνης". Η έννοια του "πολιτικού κόστους", στο πλαίσιο αυτό,
εστιάσθηκε μονοσήμαντα στις αντιδράσεις των διαπλεκομένων συμφερόντων,
που λυμαίνονταν, μαζί με το πολιτικό προσωπικό, το κράτος, όχι στις
προσδοκίες της κοινωνίας και στο κοινό συμφέρον.
Το
κομματικό σύστημα, από διαμεσολαβητής της κοινωνίας και λειτουργός της
πολιτείας, μεταλλάχθηκε σε κατοχικό ιδιοκτήτη του πολιτικού συστήματος,
μεταβάλλοντας ουσιαστικά τον δημόσιο σε ιδιωτικό χώρο. Κομματοκρατία,
δυναστικό έναντι του πολίτη, κράτος, λεηλατική διαχείριση του δημόσιου
αγαθού, συγκροτούν το "σώμα" της μεταπολίτευσης, η οποία μπορεί αβιάστως
να ορισθεί ως η ολοκληρωτική επιστροφή στο καθεστώς της πλέον απεχθούς
φαυλοκρατίας του 19ου αιώνα στην Ελλάδα.
Η
καταχρέωση της χώρας, ιδίως από τη δεκαετία του 1980, δεν έγινε με
γνώμονα την ανάπτυξη της οικονομίας και τις ανάγκες της κοινωνίας.
Οφείλεται στην ακατάσχετη "λαιμαργία", που ανέπτυξε συντοχρόνω η
πολιτική τάξη, στη συνάρμοση των πολιτικών της με τη διαπλοκή και τη
διαφθορά, που ανεδείχθη σε θεμέλιο του συστήματος. Δεν είναι
τυχαίο ότι η άνοδος και η διασφάλιση της πολιτικής σταδιοδρομίας των
μελών της, συνεπήγετο την διέλευσή τους από τους "μηχανισμούς" των
συγκατανευσιφάγων, δηλαδή από τη διαβεβαίωσή τους ότι θα εργασθούν
συνεπώς ως εντολοδόχοι τους.
Η γιγάντωση της φοροδιαφυγής, η πύκνωση των αγκυλώσεων σε βάρος των υγειών δυνάμεων της κοινωνίας,
η υποχώρηση των δημοσίων πολιτικών υπέρ της πελατειακής αποδόμησης της
κοινωνικής συλλογικότητας, η επιστράτευση της διανόησης για την
ενοχοποίηση της κοινωνίας και, προφανώς, η εκλεκτική επιλογή υπέρ μιας
παρασιτικής στο κράτος αστικής τάξης, αποτελούν σημεία της στρατηγικής
τής καταστροφής.
Ήταν φυσικό, αυτό το πολιτικό
σύστημα, εκτός από "νεκρόφιλο", να παράγει βασικά "ηγέτες σκουπίδια",
χωρίς καμία "φιλοδοξία" υστεροφημίας. Ο κομματικός σωλήνας και
οι "παρατάξεις", αποτέλεσαν το εκκολαπτήριο και, συγχρόνως, το
θερμοκήπιο μέσα στο οποίο δοκιμάζονταν η προσήνειά τους στο σύστημα.
Ώστε,
η υπερχρέωση της χώρας δεν έγινε γιατί δεν επαρκούσε ο παραγόμενος
πλούτος για τις ανάγκες της κοινωνίας ή λόγω μιας υπέρμετρης
αναπτυξιακής προσπάθειας, αλλά για λόγους λεηλασίας. Έχει
υπολογισθεί ότι εάν ο παραχθείς, στη διάρκεια της μεταπολίτευσης,
πλούτος και ο εισαχθείς από την Ευρωπαϊκή 'Ένωση, είχαν επενδυθεί
παραγωγικά, το κατά κεφαλήν εισόδημα των Ελλήνων θα ήταν εφάμιλλο
τουλάχιστον εκείνου της Σκανδιναβίας. Σε κάθε περίπτωση, είναι απολύτως
ψευδές ότι οι Έλληνες ζούσαν υπεράνω των δυνατοτήτων τους, ή ότι το
χρέος δεν ήταν διαχειρίσιμο.
Όμως, παρόλ'αυτά, εάν
κατά την περίοδο του 2008-2009, λαμβανόταν στοιχειώδη μέτρα ανάταξης
της οικονομίας, ανασυγκρότησης του κράτους και περιστολής της λεηλατικής
διαχείρισης του δημοσίου χώρου, η προσφυγή στην τρόικα, δηλαδή η
καθυπόταξη της χώρας στη διεθνή των αγορών και των στρατηγικών
σχεδιασμών της Γερμανίας, δεν θα χρειαζόταν. Από τη μία,
η πολιτική του "άστο για αργότερα" και από την άλλη, η λογική του
"πολιτικού κόστους" (να μην θιγούν οι φίλιες ομάδες συμφερόντων) και,
για όλους, η εμμονή στο "παλαιό καθεστώς", σε συνδυασμό με την καθολική
στοχοποίηση του πολιτικού προσωπικού ως υπευθύνου από την κοινωνία, οδήγησαν τη χώρα αύτανδρη στην αγκαλιά της τρόικας.
Με τον τρόπο αυτόν, μετακύλυαν το ελληνικό πρόβλημα στην Ευρώπη, από όπου ανέμεναν, όπως δήλωναν, τη διάσωση της χώρας.
Νόμιζαν ότι έτσι θα διέφευγαν από τη δική τους ευθύνη και θα αντλούσαν
συμπληρωματική νομιμοποίηση, δηλαδή ασφάλεια, ώστε να αντισταθμίσουν την
εχθρότητα του μείζονος αντιπάλου, που ήταν εφεξής η κοινωνία των
πολιτών.
Με διαφορετική διατύπωση, υπέβαλαν τη χώρα σε
μια απεχθή εξωτερική κατοχή, για να διατηρήσουν οι ίδιοι τη δική τους
επί της ελληνικής κοινωνίας. Προφανώς, δεν γνώριζαν τι συνέβη
με τους Έλληνες ολιγαρχικούς, οι οποίοι συμμάχησαν με τους Ρωμαίους για
την καθυπόταξη της Ελλάδας, ευελπιστώντας ότι έτσι θα μοιράζονταν μαζί
τους την ηγεμονία επί των ελληνικών κοινωνιών. Δεν άργησε, όμως, να
έρθει η σειρά τους, καταβάλλοντας εντέλει δυσανάλογο τίμημα.
Η διαχείριση της κρίσης, στο πλαίσιο του Μνημονίου, αναδεικνύει με τον πλέον εύγλωττο τρόπο την πολιτική διάσταση της κρίσης.
Δεν προσχώρησαν απλώς στην πολιτική επιλογή των αγορών -και στο
εσωτερικό της Ε.Ε., της Γερμανίας-, δηλαδή στην "κινεζοποίηση" της
ελληνικής κοινωνίας, στην αποδόμηση του οικονομικού ιστού και του
κοινωνικού χάρτη της χώρας, καθώς και στην απαξίωση του ιδιωτικού και
του δημόσιου πλούτου. Προχώρησαν ακόμη περισσότερο, εφαρμόζοντας
επιλεκτικά τις πρόνοιες του Μνημονίου εις βάρος της κοινωνίας της
εργασίας και του παραγωγικού ιστού της χώρας. Απέφυγαν όμως πεισματικά
να αγγίξουν τους πυλώνες της καταστροφής: το πολιτικό σύστημα, τη δημόσια διοίκηση και τη νομοθεσία που οικοδομεί τη διαπλοκή και τη διαφθορά.
Εξού
και τα αλλεπάλληλα μνημόνια, αφού η τακτική της διαχείρισης
προσομοιάζει με εκείνη του ναρκομανούς: αποβλέπει στη δόση, όχι στην
ανάταξη του ασθενούς, προετοιμάζοντας έτσι τον αργό του θάνατο. Με
απόλυτο τρόπο, εννοούν να αμνηστεύσουν το δύσοσμο πολιτικό τους παρελθόν
(όλα ανεξαιρέτως τα σκάνδαλα κλπ) και τη φοροδιαφυγή, καθώς και να
διατηρήσουν αλώβητα τα σκανδαλώδη τους προνόμια, τη δημόσια διοίκηση και
τη νομοθεσία της διαπλοκής. Με αναπόφευκτη συνέπεια, τα βάρη να
μετακυλύονται στους καθέξιν φορολογουμένους, καθ'υπέρβαση ακόμη και των
προβλέψεων της τρόικας.
Η διαπίστωση της αιτίας της κρίσης υποδεικνύει προφανώς τη λύση. Απαιτείται η εκ βάθρων ανασυγκρότηση του κράτους και στους τρεις πυλώνες του.
Για να γίνει όμως αυτό προϋποτίθεται η υποβολή του πολιτικού προσωπικού
στη δικαιοσύνη για τα πολιτικά του πεπραγμένα, και όχι μόνο για τις
εκνομίες του. Επιβάλλεται, επίσης, η υποχρεωτική ανασύνδεση των πολιτικών του κράτους με την κοινωνική συλλογικότητα.
Έχω υποδείξει αλλού τρόπους για την αναγκαστική συνεκτίμηση της
κοινωνικής βούλησης στις δημόσιες πολιτικές, όπως και την αιτιολογία της
ιδιαιτερότητας του φαινομένου στην ελληνική περίπτωση. Οι έκτακτες περιστάσεις που διανύει η χώρα, η άμεση απειλή να μεταβληθεί σε "μη χώρα" και, μάλιστα, να "ιμιοποιηθεί", επιβάλλουν μόνο έκτακτα μέτρα.
Απομένει
να διερωτηθούμε πώς, αφού, δυνάμει των μέχρι τώρα πεπραγμένων της
πολιτικής τάξης, δεν αναμένεται η μεταβολή αυτή να προέλθει από τους
κόλπους της. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι είτε η κοινωνία θα εξαναγκάσει
στην κατάρρευση της κομματοκρατίας, είτε η τελευταία θα βρεθεί
αντιμέτωπη με εξεγερτικές ή ανεξέλεγκτα ακραίες ή και βίαιες
καταστάσεις, είτε οι φορείς της εξωτερικής κατοχής θα αναλάβουν τελικά
την επίλυση του γρίφου δι'ίδιον όφελος. Και στις τρεις αυτές περιπτώσεις
οι συνέπειες για τη χώρα θα είναι απρόβλεπτες.
Απομένει να
διερωτηθούμε, στο πλαίσιο αυτό, εάν θα ήταν εφικτή η ανάδυση μιας
κοινωνικής δυναμικής και, κατ'επέκταση, πολιτικής δύναμης, που θα
οδηγούσε στην υπέρβαση του κομματοκρατικού και, συνακόλουθα, λεηλατικού
καθεστώτος, με διακύβευμα την ολική κατάλυση του δυναστικού κράτους.
Στο
πλαίσιο αυτό, ο εναγκαλισμός του συμφέροντος της χώρας, διέρχεται χωρίς
άλλο από την αναγκαστική καθαίρεση και, περαιτέρω, την κάθαρση της
πολιτείας από τους φορείς της καθεστωτικής κομματοκρατίας: οφείλει πριν
απ'όλα να "ματώσει" παραδειγματικά το πολιτικό προσωπικό, με την
υποδειγματική τιμωρία -κατ'ελάχιστον- των τριών πρωθυπουργών του ευρώ
και να ανακληθεί, στο σύνολό της, η συνταγματική εγγύηση της
φαυλοκρατίας. Τώρα και όχι αύριο.
Το ερώτημα, με
διαφορετική διατύπωση, είναι εάν απομένει άλλος χρόνος για τη χώρα, πριν
από την παγίωση της ολικής της καταστροφής. Διότι, εν προκειμένω, όπως
διαμορφώνονται τα πράγματα, η Ελλάδα της μετά την κρίση εποχής, σε βάθος
δεκαετιών, θα είναι, δυστυχώς, ένα απλό ομοίωμα της σημερινής Ελλάδας.
Αναδημοσίευση από το Crash, τεύχος 20/Φεβρουάριος 2013, σελ. 86-87
Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 2013
Πολιτικοί απατεώνες
Ἀναρτήθηκε στὶς 17 Φεβρουαρίου 2013 ἀπὸ τὸν/τὴν filologos10
Γράφει ο Γιώργος Δελαστίκ
Ψεύτες, αδίστακτοι ψεύτες και πολιτικοί απατεώνες είναι οι υπουργοί που κατ’ εντολήν του πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά βγήκαν προχθές και χθες να διαψεύσουν τον γενικό γραμματέα του υπουργείου Οικονομικών Γιώργο Μέργο, ο οποίος μιλώντας τη Δευτέρα στην Ενωση Ασφαλιστικών Εταιρειών υπαινίχθηκε σαφώς ότι το 2014 θα μειωθεί περαιτέρω ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα.
Ο ίδιος ο αρμόδιος επίτροπος της ΕΕ Ολι Ρεν εξευτέλισε τη
συγκυβέρνηση ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ δηλώνοντας χωρίς περιστροφές ότι από το
2014 θα αλλάξει ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα γιατί αυτό προβλέπει το
Μνημόνιο που έχουν συνυπογράψει οι κυβερνώντες τη χώρα μας. Ο κατώτατος
μισθός στην Ελλάδα «παραμένει ακόμη σε υψηλά επίπεδα» δήλωσε ο γγ του
υπουργείου Οικονομικών. «Υψηλά επίπεδα» σε σχέση με ποια χώρα;
Υπενθυμίζεται ότι ο κατώτατος μισθός στη χώρα μας, μετά τη δραματική
μείωση που υπέστη το 2012 με πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου, έπεσε από
τα 751 ευρώ στα 586 ευρώ μεικτά (δηλαδή γύρω στα 490 ευρώ καθαρά)
υφιστάμενος μείωση 22%. Για τους νέους κάτω των 25 ετών, μάλιστα, έπεσε
κατά 32% στα 511 ευρώ μεικτά. Με ποια κράτη, λοιπόν, συγκρίνει η
κυβέρνηση Σαμαρά, Βενιζέλου, Κουβέλη τον κατώτατο μισθό στην Ελλάδα και
τον βρίσκει να «παραμένει ακόμη σε υψηλά επίπεδα»;
Σίγουρα όχι πάντως με τις χώρες της παλιάς «ΕΕ των 15», με
την οποία συνηθίζουμε να κάνουμε τις συγκρίσεις. Από τα πρώτα 15 κράτη
της ΕΕ, μόνο η Πορτογαλία έχει κατώτατο μισθό χαμηλότερο κατά ένα
εικοσάρικο τον μήνα από την Ελλάδα – 586 οι Ελληνες, 566 οι Πορτογάλοι.
Οι τρίτοι από το τέλος
Ισπανοί υπερβαίνουν οριακά τον κατώτατο μισθό που είχε η Ελλάδα πριν
από την καταβαράθρωσή του και παίρνουν έτσι σχεδόν δύο κατοστάρικα
περισσότερο από τους Ελληνες – 753 ευρώ για την ακρίβεια. Η απόλυτη
ξεφτίλα είναι ότι ακόμη και η… Σλοβενία, αυτό το κομμάτι της πρώην
Γιουγκοσλαβίας που μπήκε στην ΕΕ το 2004 και στην Ευρωζώνη το 2007, έχει
κατώτατο μισθό 763 ευρώ! Εκεί όμως που σου ‘ρχεται ταμπλάς είναι όταν
μαθαίνεις ότι στην Ιρλανδία, τη χρεοκοπημένη λόγω των τραπεζών της χώρας
που βρίσκεται κι αυτή υπό καθεστώς Μνημονίου, ο κατώτατος μισθός είναι…
1.462 ευρώ! Ναι, 1.462 ευρώ, περισσότερα δηλαδή από τα 1.430 ευρώ της
Γαλλίας ή τα 1.456 της Ολλανδίας και πολύ περισσότερα από τα 1.244 της
Βρετανίας! Υπάρχουν όμως κράτη στην Ευρώπη με τα οποία μας συγκρίνει ο
εντιμότατος Γεώργιος Μέργος, τα οποία έχουν όντως χαμηλότερους
κατώτατους μισθούς και στα οποία προφανώς μας κατατάσσει η κυβέρνηση
Σαμαρά και υπολοίπων, δικαιολογώντας πραγματικά τον ισχυρισμό ότι ο
κατώτατος μισθός στην Ελλάδα «παραμένει ακόμη σε υψηλά επίπεδα».
Φυσικά και τα 586 ευρώ μεικτά της Ελλάδας είναι περισσότερα από τα
353 ευρώ της Πολωνίας, τα 289 της Λιθουανίας – πόσω μάλλον από τα… 158,5
ευρώ της Βουλγαρίας και τα 157 της Ρουμανίας!!! «Παραλήδες» είναι οι
Ελληνες που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό σε σχέση με τους Λιθουανούς
και τους Βούλγαρους. Κι ας λέει ό,τι θέλει το Ινστιτούτο Ερευνών της
ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ, το οποίο συνυπολογίζοντας και τις απάνθρωπες
φορολογικές επιβαρύνσεις κατέληξε στο ότι μέχρι το τέλος του 2013 οι
μισθωτοί και οι συνταξιούχοι θα έχουν απολέσει στη διάρκεια της
τετραετίας της κρίσης το… 50% (!) του εισοδήματός τους, με αποτέλεσμα
στο τέλος αυτού του χρόνου 3.900.000 Ελληνες να ζουν κάτω από το όριο
της φτώχειας.
Αν μάλιστα συγκρίνουμε τον ελληνικό κατώτατο μισθό με τις
αμοιβές στην Μπουρκίνα Φάσο, στο Ναούρου, στη Μιανμάρ ή στο
Μπανγκλαντές, τότε οδηγούμαστε αβίαστα στο συμπέρασμα ότι οι Ελληνες
είναι… ζάπλουτοι και καθόλου ανταγωνιστικοί προς τις προαναφερθείσες
χώρες – γίγαντες της παγκόσμιας οικονομίας! Πέρα όμως από τα πικρόχολα
σχόλια και τις εξυπνάδες, η τραγωδία των Ελλήνων εργαζομένων συνίσταται
στο ότι από φέτος τον κατώτατο μισθό θα τον ορίζει και θα τον αλλάζει
όποια στιγμή θέλει η κυβέρνηση, χωρίς τη συμφωνία των κοινωνικών εταίρων
και την υπογραφή εθνικής συλλογικής σύμβασης εργασίας.
Σε αντίθεση με τις επικρίσεις που δέχθηκε ο γγ του υπουργείου
Οικονομικών, εμείς αντιθέτως υποστηρίζουμε την άποψη ότι οι εργαζόμενοι
πρέπει να του είναι ευγνώμονες γιατί τους άνοιξε τα μάτια – και δεν το
γράφουμε ειρωνικά αυτό. Αποκάλυψε αυτό που οι πολιτικοί της ΝΔ, του
ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ προσπαθούν να κρύψουν για το μέλλον που ετοιμάζουν
στον λαό μας, τον οποίον κατατάσσουν οικονομικά στους εξαθλιωμένους
λαούς των Βαλκανίων και των χωρών του πρώην «υπαρκτού σοσιαλισμού».
Τίναξε στον αέρα ο Γ. Μέργος όλα τα παραμύθια περί «ανάπτυξης».
Κατέστησε σαφές ότι στην «ανάπτυξη» του Σαμαρά και του Βενιζέλου, οι
Ελληνες θα παίρνουν μισθούς 300-400 ευρώ και πολλά τους είναι!
Μια κοινωνία φαίνεται αν είναι γερασμένη, όχι από τους γέρους της. Αλλά από τους νέους της.
Αναρτήθηκε από τον/την epikairos στο Φεβρουαρίου 17, 2013
Δεν μπορείς εύκολα να μιλήσεις για τη βία των ανθρώπων. Γιατί πρέπει να μιλήσεις για ζωές. Χαμένες ζωές. Καταστροφικές και αυτοκαταστροφικές. Ούτε οι πιο δικοί τους άνθρωποι δεν μπορούν να τις ερμηνεύσουν. Πολύ λιγότερο η τηλεοπτική ψυχολογία και η κοινωνιολογία του ταμπλόιντ.
Αυτό που οφείλουμε να κάνουμε, όμως, είναι να μιλήσουμε για τον τρόπο που η κοινωνία δέχεται τη βία, την αναπαράγει, τη νομιμοποιεί, τη χρησιμοποιεί, την αθωώνει, την κάνει κοινότοπη. Λένε ότι η Ελλάδα δεν ξεπέρασε ποτέ την παράδοση της βίας, δεν έκλεισε ποτέ τη ρωγμή του Εμφυλίου. Με αποτέλεσμα οι γενιές να αλλάζουν και η βία να παραμένει πάντα παρούσα, οικείος τρόπος επίλυσης των κοινωνικών και πολιτικών διαφορών.
Έτσι είναι, δεν πάει πολύς καιρός που κοινοβουλευτικά κόμματα καλούσαν στη δημιουργία ενός νέου ΕΑΜ και πολιτικοί αρχηγοί προειδοποιούσαν να μην ξανακάνουμε το λάθος της Βάρκιζας, τότε που παρέδωσαν τον οπλισμό. Φοβάμαι, ωστόσο, πως και η επίκληση μιας αιματηρής παράδοσης μάλλον μας αθωώνει. Δεν έχουμε μια βία που έρχεται απ’ το παρελθόν, αλλά μια βία της διάλυσης που μεγαλώνει ευθέως ανάλογα με την προϊούσα αποσύνθεση και παρακμή του οικονομικού και κοινωνικού μοντέλου.
Το είδος αυτού του μοντέλου είναι που κάνει τη βία αποδεκτό μέσο διευθέτησης οικονομικών και πολιτικών επιδιώξεων. Μέχρι τον οριστικό εκτροχιασμό είχαμε μια μάλλον αφελή και παιδική εικόνα αυτού που ονομάζουμε πελατειακό κράτος και ελληνικό παρασιτισμό. Ξέραμε ότι κάποιοι πολιτικοί παίρνουν μίζες, παντού γίνεται, κάποιοι δημόσιοι λειτουργοί παίρνουν φακελάκι. Δεν είχαμε αντιληφθεί ούτε το μέγεθος ούτε το βαθμό της διαφθοράς. Δεν είχαμε καταλάβει ότι η διαφθορά ήταν απλώς ο mainstream τρόπος διανομής του δημόσιου χρήματος στα πλαίσια του πελατειακού κράτους. Δεν είχαμε αντιληφθεί ότι δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι με πλαστές συντάξεις και επιδόματα είχαν μετατραπεί σε εισοδηματίες του δημοσίου, ότι 37.000 αγρότες θεωρούσαν απόλυτα φυσικό να υπεξαιρούν δημόσιο χρήμα με εικονικά τιμολόγια, ότι τα φακελάκια που αλλάζουν χέρια φτάνουν το 1 εκατομμύριο ετησίως, ότι γεωργικοί συνεταιρισμοί, σωματεία, ΜΚΟ είναι στημένες μηχανές υπεξαίρεσης του πλούτου της κοινωνίας, ότι δήμοι σύσσωμοι είχαν μετατραπεί σε εστίες διαφθοράς που μετέτρεπαν το δημόσιο χρήμα σε μπουζουξίδικα και ποδοσφαιρικές ομάδες.
Η διαδεδομένη διαφθορά που δεν περιοριζόταν σε κάποιες ελίτ ή σε κάποια τμήματα του κράτους αλλά διαχεόταν μαζικά στην κοινωνία, εξοικείωνε μεγάλα τμήματα της κοινωνίας με λογικές υποκόσμου. Και με πρακτικές μαφίας.
Σταδιακά η κοινωνία έχανε την ικανότητά της για παραγωγή και περιοριζόταν στη με κάθε μέσο διεκδίκηση προσόδων από τα κρατικά ταμεία. Αυτή η διεκδίκηση γινόταν ολοένα και πιο σκληρή, εναντίον όλων και με αποδέκτη πάντα το κράτος. Στις άλλες δυτικές χώρες με ανεπτυγμένη οικονομία ο ρόλος του κράτους παραμένει πάντα ισχυρός στο ρόλο του παντοδύναμου ρυθμιστή, αλλά η ανάπτυξη, η επανάσταση της πληροφορικής, των τεχνολογιών, της σύγχρονης παραγωγής, έχει πολλαπλασιάσει τα πεδία της οικονομίας και το τερέν των κοινωνικών συγκρούσεων.
Στις άλλες χώρες οι κοινωνικοί αγώνες μπορεί να είναι επίμονοι, διεκδικητικοί, σπάνια όμως είναι βίαιοι και ποτέ αυτοκαταστροφικοί. Οι εργαζόμενοι συνήθως δεν καταστρέφουν τις δουλειές τους. Στην Ελλάδα δεν υπάρχει παραγωγή για να διεκδικήσουν οι εργαζόμενοι. Διεκδικούν προσόδους και προνόμια από το κράτος. Εκβιάζουν το κράτος απειλώντας με εξόντωση την κοινωνία. Κλείνουν τα λιμάνια, κρατάνε αποκομμένους τους νησιώτες· κατεβάζουν τους διακόπτες, λιώνουν τα τρόφιμα στα ψυγεία· κλείνουν τις εθνικές οδούς, καταστρέφονται τα μαγαζιά χωρίς προϊόντα.
Όσο πιο σκληρή, βίαιη και αδιάλλακτη είναι η συμπεριφορά, τόσο πιο πολλά τα «κεκτημένα». Στις άλλες χώρες δεν θα μπορούσε κάποιος να πει «θα πνίξουμε την Αθήνα στα σκουπίδια». Να πει «να μην έχουμε ηθική αναστολή, να μη δίνουμε φάρμακα στους αρρώστους». Θα φαινόταν τόσο ακραία και αντικοινωνική συμπεριφορά που θα είχε τα ανάποδα αποτελέσματα. Εδώ συμβαίνει το αντίθετο. Δεν χρειάζεται η κουλτούρα της διαπραγμάτευσης, των συμβιβασμών, δεν υπάρχουν κοινωνικοί εταίροι. Η απόκτηση πλούτου γίνεται διά της επίθεσης στο κράτος που τον έχει. Η υπόλοιπη κοινωνία βρίσκεται στο ρόλο του κομπάρσου ομήρου. Το κράτος είναι το οχυρό που θα καταλάβουμε, ο εχθρός και το λάφυρο.
Ο παρωχημένος αντικρατισμός που κυριαρχεί στην ελληνική κοινωνία δεν έχει ανάλογο σε άλλες χώρες. Μοιάζει με τον αντικρατισμό της ακροδεξιάς των Ηνωμένων Πολιτειών εναντίον της «ομοσπονδιακής κυβέρνησης». Στις άλλες χώρες υπάρχουν κοινωνικές τάξεις, εργοδότες, εργαζόμενοι. Εδώ υπάρχει η μικροαστική θάλασσα που λατρεύει να μισεί το κράτος-πατερούλη. Η κοινωνία των πολιτών που ποτέ δεν υπήρξε έγινε κοινωνία των κολλητών, των κουμπάρων, των συνενόχων.
Πολυδιασπασμένη, σε όλο και μικρότερες ομάδες συμφερόντων, που συσπειρωμένες, αποφασισμένες, όλο και πιο φανατικές για να νικήσουν, προσπαθούν να καταλάβουν το φρούριο, να τρυγήσουν το «κράτος». Ο αντικρατισμός δεν είναι ριζοσπαστικός, το αντίθετο, είναι παρωχημένες μορφές οικονομίας, είναι ματαιωμένες υποσχέσεις από ένα κράτος που χρεοκόπησε και δεν μπορεί πια να πραγματοποιήσει όσα υποσχόταν στους πελάτες.
Οι τελευταίοι στη λίστα των υποσχέσεων, οι νεότεροι, είναι αυτοί που έχουν και τη μεγαλύτερη αγανάκτηση. Το «αεροπλανάκι» τελείωσε, οι χαμένοι γεμάτοι αυτολύπηση και θυματοποίηση δεν βλέπουν μπροστά τους κανέναν άλλο εχθρό εκτός από το «κράτος» που μέχρι τώρα μοίραζε άφθονα τα δανεικά.
Όλο και μικρότερες, όλο και πιο διασπασμένες, επαγγελματικές ομάδες και λόμπι συμφερόντων μάχονται με φανατισμό για τη διανομή όλο και μικρότερης πίτας. Όλο και περισσότερος κόσμος δεν ζει από τη δουλειά του, αλλά παρασιτικά. Διεκδικώντας ολοένα και πιο βίαια, με όρους πολέμου, ο θάνατός σου η ζωή μου. Οι πιο βίαιοι κερδίζουν. Ο ελληνικός παρασιτισμός γίνεται όλο και πιο βίαιος γιατί ξέρει ότι απειλείται η ίδια η ύπαρξή του.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, τα κόμματα του χρεοκοπημένου πολιτικού συστήματος δεν αντιπροσωπεύουν δυναμικά κοινωνικά στρώματα αλλά πελάτες. Είναι δύσκολο να διακρίνεις ποια είναι η κοινωνική διαστρωμάτωση των ψηφοφόρων της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ και τώρα του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι ίδια. Διαχειρίζονται υποσχέσεις. Και επιφυλάσσουν για τον εαυτό τους το ρόλο του ταμία στους διακόπτες του κρατικού ταμείου. Γι’ αυτό, όσο περισσότερο οι υποσχέσεις είναι ίδιες, τόσο πιο βίαιη είναι η τελετουργική μεταξύ τους αντιπαράθεση. Ο ανηλεής πόλεμος ομάδων εξουσίας δανείζεται την κατάλληλη πολιτική ρητορική προηγούμενων βίαιων εποχών. Και κάποιοι δυστυχείς παίρνουν τοις μετρητοίς τα λόγια συνδικαλιστών και βουλευτών. Βάζουν «ρουκέτες στις ερπύστριες», «παίρνουν τα καλάσνικοφ». «Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους».
Οι πιο εξουσιαστικές, ναρκισσιστικές, αυταρχικές συμπεριφορές διακινούνται οριζοντίως και καθέτως σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της ελληνικής κοινωνίας. Απλώς αλλάζουν πρόσημα. Αλλά είναι ίδιες. Η βία δεν είναι αποδεκτή από την ελληνική κοινωνία επειδή είναι αντισυστημική, αλλά για τον ακριβώς αντίθετο λόγο. Επειδή είναι εντελώς συστημική. Μια κοινωνία φαίνεται αν είναι γερασμένη, όχι από τους γέρους της. Αλλά από τους νέους της. L1
ΦΩΤΗΣ ΓΕΩΡΓΕΛΕΣ – athensvoice.gr
troktiko » Η ανώτατη απάτη του κατώτατου μισθού
16 Φεβρουαρίου 2013 Blog
- 640
- Tweet
Γράφει ο Θάνος Τζήμερος
Είσαι επενδυτής. Μαθαίνεις ότι υπάρχει ένα κράτος, το Τζαμπαζιστάν, στο οποίο η εργασία είναι δωρεάν. Για έναν μυστήριο λόγο, όλοι εκεί εργάζονται χωρίς αμοιβή. “Πολύ ωραία νέα” σκέφτεσαι. Αλλά, σαν τα ανέκδοτα, αυτό ήταν το ευχάριστο, που το άκουσες πρώτο. Άκου τώρα και τα δυσάρεστα: το Τζαμπαζιστάν είναι ανάμεσα στα 3 πιο…….
διεφθαρμένα κράτη του κόσμου. Δεν θα ξέρεις, όταν ξεκινήσεις την επένδυσή σου, πότε θα πάρεις άδεια. Αν θα σου χρειαστούν 5 μήνες ή 5 χρόνια. Δεν ξέρεις πόσα πρέπει να δώσεις σε λάδωμα των υπεύθυνων για να ξεκινήσεις και πόσα θα χρειάζεται να δίνεις κάθε χρόνο για να λειτουργείς. Δεν ξέρεις πόσο φόρο θα πληρώνεις, γιατί στο Τζαμπαζιστάν κάθε 10 μέρες αλλάζει ο νόμος και σου ζητάνε όσα τους λείπουν. Δεν ξέρεις αν θα μπορείς να διακινείς τα προϊόντα σου γιατί όποιος θέλει μπορεί να κλείνει τους δρόμους, να απαγορεύει στα πλοία να αποπλεύσουν, να νεκρώνει τις συγκοινωνίες. Δεν ξέρεις καν αν θα μπορείς να πηγαίνεις στη δουλειά σου, γιατί κάτι τύποι με σημαίες και λάβαρα που πιστεύουν ακόμα στον Στάλιν και στους Κύκλωπες μπορεί να έρθουν να σου βάλουν αλυσίδες γύρω – γύρω ή να μπουν στο γραφείο σου και να το κάνουν λαμπόγιαλο. Δεν ξέρεις αν η επένδυσή σου, που κάποια στιγμή νόμισες ότι το κράτος την χαρακτήρισε νόμιμη, θα συνεχίσει να είναι, καθώς υπάρχει πάντα το πολύ πιθανό ενδεχόμενο να ενοχλεί τον γείτονα, τον ανταγωνιστή, τον αντεραστή, τον “οικολόγο” της γειτονιάς και να προσφύγει στο ΣτΕ που θα σου τη βγάλει παράνομη, κι ας έχεις ρίξει έναν σκασμό λεφτά για να τη στήσεις. Δεν ξέρεις αν σε περίπτωση που χρειαστεί να καταφύγεις στη Δικαιοσύνη, θα βγει απόφαση σε 10, 15 ή 20 χρόνια. Ξέρεις, πάντως ότι κάτω από 10 αποκλείεται να είναι. Κι επειδή το ξέχασες ήδη το ευχάριστο, να σου το θυμήσω: η εργασία προσφέρεται, είπαμε, δωρεάν. Θα πήγαινες να ξεκινήσεις δουλειά εκεί;
Γιατί, λοιπόν, συζητάμε για τον κατώτατο μισθό ως εργαλείο ανάπτυξης; Αν το Τζαμπαζιστάν δεν είναι δελεαστικό για επενδύσεις, με μηδέν μισθό, γιατί να είναι η Ελλάδα; Ο κατώτατος μισθός, από μόνος του ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΚΑΜΜΙΑ ΣΗΜΑΣΙΑ για την ανταγωνιστικότητα, όταν όλες οι άλλες παράμετροι είναι εφιαλτικές. Θα είχε σημασία, αν το κράτος λειτουργούσε. Αν είχαμε κράτος, ο επενδυτής θα προσέθετε το μισθολογικό στο υπόλοιπο κόστος της επένδυσης, διότι τότε θα μπορούσε να φτιάξει ένα φυσιολογικό business plan. Και θα έβλεπε αν τον συμφέρει ή όχι. Δεν νομίζω ότι αυτός που θα έχτιζε ένα χωριό φιλοξενίας Βορειοευρωπαίων ηλικιωμένων σε μια ηλιόλουστη ακτή της Κρήτης θα είχε σημαντικό πρόβλημα από τον μισθό της ρεσεψιονίστ. Ρωτήστε όποιον θέλετε, από όσους προσπάθησαν να φτιάξουν ένα business plan για επένδυση στην Ελλάδα, πόσο έξω έπεσαν! Πόσες απίστευτες δυσκολίες αντιμετώπισαν στην εφαρμογή του. Και πόσο άσχημα, σχεδόν σαν επικηρυγμένοι, αισθάνονται με ένα κράτος – και έναν λαό επίσης – που αντιμετωπίζει τη δημιουργία θέσεων εργασίας περίπου ως έγκλημα.
Μήπως όμως έχει σημασία ο κατώτατος μισθός σε όσους ήδη έχουν δουλειά, ως δίχτυ ασφαλείας; Καμμία απολύτως. Διότι κανένας νόμος, καμμία υπουργική απόφαση δεν μπορεί να καταργήσει τον θεμελιώδη κανόνα για τη λειτουργία οποιασδήποτε επιχείρησης: αν δεν βγάζει κέρδος θα κλείσει! Όπως έκλεισαν πάνω από 500.000 επιχειρήσεις από το 2009 μέχρι σήμερα και οδήγησαν 1.500.000 ανθρώπους στην ανεργία. Όλοι όσοι έμειναν άνεργοι, πριν κλείσει η εταιρεία τους, έπαιρναν από τον κατώτατο μισθό και πάνω! Πόσο τους προστάτεψε; Αν, ακούγοντας τα κελεύσματα των λαϊκιστών, ο Υπουργός όριζε τον κατώτατο μισθό στα 1.800 ευρώ, αυτό σημαίνει αυτομάτως ότι αυτά τα λεφτά θα τα είχε κάποιος για να τα πληρώσει;
Ο κατώτατος μισθός είναι η μεγαλύτερη υποκρισία του πολιτικού συστήματος και των συνδικαλιστών. Διότι, στην πραγματικότητα, ουδέποτε υπήρξε. Είναι, μόνο, η θεωρητική έννοια που τραβάει τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην οικονομία και την παραοικονομία. Σε μια αγορά υπάρχουν όλες οι αμοιβές. Απλώς κάτω από τον κατώτατο είναι αδήλωτες!
Ένας μαραγκός δεν έχει να ταΐσει τα παιδιά του και είναι διατεθειμένος να δουλέψει για 300 ευρώ τον μήνα, μπορεί και για λιγότερο. Ένας άλλος που έχει ξυλουργείο θέλει βοηθό αλλά «δεν βγαίνει» με ΙΚΑ, δώρα, κ.λ.π. Αν συναντηθούν αυτοί οι δύο νομίζετε ότι δεν θα τα βρουν; Δεν θα ανακαλύψουν κάποιον τρόπο, με «μαύρα» ή με κάποια νομιμοφανή φόρμουλα για να σώσει ο ένας τον άλλον; Νομίζει κανένας ότι η τεράστια παραοικονομία που υπολογίζεται (στο φλου – γιατί άντε να βρεις πόσο τζίρο κάνουν οι μαϊμούδες Λουί Βιτόν…) όσο και η επίσημη οικονομία στη χώρα μας, τραβάει κανένα ζόρι για το επίπεδο του κατώτατου μισθού ή για τις συλλογικές συμβάσεις; Πιστεύει κανένας ότι οι Πακιστανοί που μαζεύουν φράουλες στη Μανωλάδα και σε κάθε Μανωλάδα της Επικράτειας αμείβονται με το κατώτατο ημερομίσθιο; Στον αντίποδα: μια εταιρεία πάει καλά και έχει π.χ. 3 ικανούς πωλητές που «κρατάνε» όλη τη δουλειά. Θα τους πληρώσει με τον κατώτατο; Ή θα τους καλοπληρώσει – όσο έχει περιθώριο – για να μην τους χάσει; (Στην κρίση, ένας καλός πωλητής είναι περισσότερο πολύτιμος απ’ ό,τι στην εποχή της αφθονίας.)
Άρα, εφόσον δεν έχει νόημα για τους ανέργους, και δεν προστατεύει τους εργαζόμενους στην ιδιωτική οικονομία, ποιους αφορά τελικά ο κατώτατος μισθός; Τους Δημόσιους Υπαλλήλους, θα πείτε. Λάθος! Ούτε αυτούς. Είναι θέμα μηνών να διαλυθεί η μεταπολιτευτική φενάκη που θέλει το Δημόσιο να πληρώνει στα σίγουρα τους υπαλλήλους του. Ήδη, μετά τις γενναίες περικοπές, έχουν καταλάβει όλοι, ότι οι μισθοί του Δημοσίου δεν είναι εξασφαλισμένοι τουλάχιστον όσον αφορά στο ύψος τους. Πολύ σύντομα θα καταλάβουν ότι δεν είναι εξασφαλισμένοι ούτε ως προς την ίδια την ύπαρξή τους. Είναι, ξαναλέω, θέμα μερικών μηνών. Διότι καθώς έχει καταρρεύσει ο ιδιωτικός τομέας μαζί με τα περισσότερα νοικοκυριά, τα φορολογικά έσοδα του Δημοσίου θα καταρρεύσουν κι αυτά. Και τότε, επειδή το κόστος της χρεωκοπίας της Ελλάδας είναι πια πολύ μεγάλο για την Ευρωζώνη, οι δανειστές θα επιβάλλουν ανώτατο ύψος εξόδων του Δημόσιου Τομέα. Οπότε, οι φωστήρες της οικονομίας που μέχρι σήμερα κάνουν το ένα λάθος πίσω από το άλλο, θα κληθούν να αποφασίσουν: ή κρατάνε όλους τους Δ. Υπαλλήλους και τους πληρώνουν με 200 ευρώ τον μήνα ή απολύουν τους μισούς. Κι επειδή την «κλίκα τους» (υπάλληλοι της Βουλής, βουλευτές, συνταξιούχοι πρώην βουλευτές, σύμβουλοι, αργόμισθοι «κουμπάροι» σε οργανισμούς – φαντάσματα κ.λ.π. ) αποκλείεται να την πειράξουν, ποιους θα πάρει ο Χάρος; Καλά το μαντέψατε: όσους, ως λιγότερο ικανοί, αμείβονται με τον κατώτατο μισθό.
Επομένως, γιατί μιλάμε συνέχεια για τον κατώτατο μισθό; Για να μιλάμε. Σε κουβέντα να βρισκόμαστε. Για να γίνεται τζερτζελές στα πρωϊνάδικα. Για να βγάζουν έναν «δεκάρικο» οι λαϊκιστές των καναλιών. Για να κάνουν τον καμπόσο οι πολιτικάντηδες. Κατώτεροι των περιστάσεων. Ανήμποροι για πράξεις. Παράλυτοι. Με το κεφάλι στην άμμο. Αυτό, ναι, είναι η κατώτατη «πληρωμή» μιας κοινωνίας που ποτέ δεν σκέφτηκε ότι το μοναδικό δίχτυ ασφάλειας – και για τον Ιδιωτικό και για τον Δημόσιο Τομέα είναι η παραγωγή.
Αλλά το πώς γίνεται αυτό, μάλλον δεν φέρνει τηλεθέαση.
* Ιδρυτής της πολιτικής κίνησης «Δημιουργία, ξανά!» Επαγγελματικά, είναι σύμβουλος marketing και δημιουργικός διευθυντής στον χώρο της επικοινωνίας. Στο παρελθόν υπήρξε καθηγητής κλασικής μουσικής.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)