Δευτέρα 25 Μαΐου 2009

ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΕ ΑΡΘΡΟ ΧΡΥΣΟΧΟΙΔΗ ΣΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ -ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΤΟ ΔΙΚΟ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟ

Η απαξίωση της εργασίας , το νέο  κοινωνικό ζήτημα

Στην καθημερινή της Κυριακής 24 Μαϊου  2009  άρθρο του κου Χρυσοχοϊδη  με το παραπάνω θέμα . Η απαξίωση της εργασίας γίνεται από την πρόοδο της τεχνολογίας . Δεν έχει καμία σχέση ο νεοφιλελευθερισμός  . Την δεκαετία του 60 μια  αυτοκινητοβιομηχανία για να παράγει 600000 αυτοκίνητα τον χρόνο χρειαζόταν 12000 εργάτες ,σήμερα η ίδια αυτοκινητοβιομηχανία χρειάζεται 2000 υπαλλήλους χειριστές αυτοματοποιημένων  μηχανημάτων που απαρτίζουν την γραμμή παραγωγής . Τα μηχανουργεία  είχαν πληθώρα από τορναδόρους εφαρμοστές για να χειρίζονται τόρνους ,φρέζες ,τρυπάνια και να συναρμολογούν με επίπονη εργασία μηχανήματα καλούπια κ.λ.π . Ήταν η βαριά βιομηχανία και οι τορναδόροι εφαρμοστές η πρωτοπορία του προλεταριάτου ,χιλιοτραγουδημένη από την Ε.Σ.Σ.Δ  και τις χώρες του υπαρκτού  σοσιαλισμού . Τώρα έπαψαν να υπάρχουν και αντικαταστάθηκαν από computer τους χειριστές τους και αυτόματες μηχανές που παράγουν χιλιάδες κομμάτια  σε ελάχιστους χρόνους . Πίσω από αυτούς υπάρχουν εκατοντάδες προγραμματιστές οι οποίοι κατασκευάζουν τα προγράμματα με τα οποία λειτουργούν  όλα αυτά τα μηχανήματα  . Το εργατικό προλεταριάτο η άρχουσα  τάξη του σοσιαλισμού που θα αντικαθιστούσε την Αστική τάξη έπαψε να υπάρχει . και αντικαταστάθηκε από μία τάξη υπαλλήλων  πολύ μικρότερη αριθμητικά η οποία παράγει υπηρεσίες .Η χειρωνακτική εργασία άλλαξε μορφή  και εν μέρει απαξιώθηκε . Το ίδιο έγινε και στην εργασία των υπαλλήλων  ,ένα λογιστήριο μιας εταιρείας που τηρούσε βιβλία 3ης κατηγορίας και είχε είκοσι υπαλλήλους ,σήμερα με τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές κάνει την ίδια δουλειά με τέσσερις το πολύ υπαλλήλους . Το  ίδιο συμβαίνει με τον τραπεζικό τομέα , Εθνική τράπεζα σήμερα με τον κύκλο εργασιών που έχει λειτουργεί με το  ένα  έκτο των υπαλλήλων που θα είχε εάν δεν υπήρχαν οι ηλεκτρονικοί υπ/στές .. Όλες αυτές τις τεράστιες κοινωνικές αλλαγές  έγιναν από την επιστήμη την τεχνολογία και την ταχύτατη εφαρμογή τους στην πράξη , η οποία έγινε χάρις στην ικανότητα προσαρμογής του καπιταλιστικού συστήματος. Υπάρχει ο νόμος της « δημιουργικής καταστροφής» του Sumpeter που επικαλούνται οι οικονομολόγοι οπαδοί του συστήματος . Εάν συγκρίνουμε τα δύο κοινωνικά συστήματα  δηλαδή των χωρών του υπαρκτού σοσιαλισμού και το καπιταλιστικό . Το πρώτο διατηρούσε της παλαιές δομές χωρίς να αλλάζει τίποτε,  το δεύτερο εφάρμοσε  την δημιουργική καταστροφή σε όλη την έκταση . Τα δεύτερο αποδείχθηκε πολύ πιο παραγωγικό και προσέφερε πολύ καλλίτερο βιοτικό επίπεδο στους λαούς και γι αυτόν τον λόγο υπερίσχυσε του σοσιαλιστικού συστήματος . Η απαξίωση  της εργασίας οπωσδήποτε προσφέρει περισσότερα κέρδη στο κεφάλαιο αν και  μεγάλο ποσοστό αυτών των κερδών λόγω ανταγωνισμού μεταφέρεται στους καταναλωτές .  Έχει τεθεί από την δεκαετία του 90  το ερώτημα πως πρέπει να λειτουργεί το κράτος προς όφελος των αδυνάτων κοινωνικών τάξεων ,αλλά και του συνόλου του πληθυσμού . Την απάντηση την έχουν δώσει οι Σκανδιναβικές χώρες  ,Δανία ,Σουηδία, Φινλανδία . Φορολογία αρκετά υψηλή και όχι φοροδιαφυγή αυτό σημαίνει ότι το κράτος είναι συνέταιρος χωρίς κανένα ρίσκο κατά 40% ,όσο είναι το ποσοστό του φόρου σε όλες τις κερδοφόρες επιχειρήσεις μικρές και μεγάλες και σε όλες τις περιουσίες κινητές και  ακίνητες που υπάρχουν στην χώρα . Όσο μεγαλύτερα τα κέρδη του κεφαλαίου τόσο πιο ωφελημένο το κράτος .  Δημόσιες επιχειρήσεις και οργανισμούς  όσον το δυνατόν λιγότερες και να  λειτουργούν όλες με ιδιωτικοοικονομικά   κριτήρια  ,δηλαδή ακριβώς  όπως οι ιδιωτικές επιχειρήσεις . Το  πλεόνασμα του κράτους διατίθεται κατά τον πιο αποδοτικό τρόπο και όχι ρουσφετολογικό , για βοήθεια  προς τα κατώτερα εισοδηματικά στρώματα του πληθυσμού ,και σε αυτά που πλήττονται  από την οικονομική συγκυρία και τις παγκόσμιες οικονομικές μεταβολές του συστήματος . Η πλέον σοσιαλιστική πολιτική  , η κυριότερη ,και ίσως η μόνη είναι η πολύ καλή διαχείριση των τεράστιων πόρων που απομυζά το κράτος από την κοινωνία .      

Η απαξίωση της εργασίας, το νέο κοινωνικό ζήτημα

Του Μιχαλη Χρυσοχοϊδη

Μία από τις πιο επικίνδυνες, αλλά αποσιωπημένες εξελίξεις των τελευταίων δεκαετιών είναι η συστηματική και ύπουλη απαξίωση της εργασίας. Μια απαξίωση που συντελείται εδώ και χρόνια μέσα από την άκριτη υιοθέτηση νεοφιλελεύθερων πολιτικών, οι οποίες ενισχύουν τη συσσώρευση επιχειρηματικών κερδών και δημιουργούν συνθήκες παντοδυναμίας για το κεφάλαιο και ειδικά τις μεγάλες επιχειρήσεις.

Το εύρος αυτής της απαξίωσης αποτυπώνεται σε τρία πεδία: την άνιση κατανομή του εθνικού εισοδήματος ανάμεσα σε εργαζόμενους και κεφάλαιο, την επιδείνωση της ποιότητας της απασχόλησης και την ηθική απαξίωση της έννοιας εργασία σε συνθήκες ακραίας καταναλωτικής ευδαιμονίας.

Τα δεδομένα μιλάνε

Από τις αρχές της δεκαετίας του ’80, η πορεία του μεριδίου της εργασίας στο εθνικό προϊόν όλων των ανεπτυγμένων οικονομιών του πλανήτη είναι πτωτική. Μόνο την περίοδο 2001 με 2006, το μερίδιο της εργασίας στο εθνικό εισόδημα των G8 έπεσε από το 56% το 2001 στο 51% το 2006. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις ΗΠΑ, που την περίοδο 2003 με 2006 οι 500 μεγαλύτερες επιχειρήσεις έγραψαν ιστορικά κέρδη ρεκόρ (785 δισ. δολάρια μόνο το 2006), και όπου η παραγωγικότητα της εργασίας αυξανόταν ετησίως κατά 2,8%, το εργατικό κόστος δεν αυξήθηκε ούτε μία μονάδα. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με στοιχεία που δημοσίευσε πρόσφατα ο Economist, το μέσο ημερομίσθιο του Αμερικανού εργάτη το 2007 δεν ξεπερνούσε εκείνο του 1977 σε πραγματικές τιμές.

Στην Ελλάδα τα πράγματα είναι εξίσου δραματικά. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΣΥΕ, οι αμοιβές εξαρτημένης εργασίας το 2008, το ποσοστό δηλαδή που ιδιοποιήθηκαν οι εργαζόμενοι από τον εθνικό παραγόμενο πλούτο, ανήλθε σε 79,01 δισ. ευρώ, δηλαδή μόλις 34,51% του συνολικού εθνικού εισοδήματος. Το υπόλοιπο 54,38%, το λεγόμενο Ακαθάριστο Λειτουργικό Πλεόνασμα, το οποίο ανέρχεται σ’ ένα ποσό της τάξης των 124,5 δισ. ευρώ, διοχετεύτηκε στο κεφάλαιο με τη μορφή εισοδημάτων ελεύθερων επαγγελματιών, ιδιοκτητών, μισθώσεων και ενοικίων, εταιρικών κερδών, μερισμάτων και τόκων. Ακόμα και αν με τη βοήθεια διάφορων στατιστικών μεθόδων αφαιρέσουμε από τον παραπάνω λογαριασμό τα εισοδήματα των ελεύθερων επαγγελματιών, πολλοί εκ των οποίων είναι μισθωτοί με μπλοκάκι, θα δούμε ότι το τελικό μερίδιο της συνολικής αποζημίωσης από εργασία στη χώρα μας δεν ξεπερνά το πενιχρό 44% του Εθνικού Εισοδήματος, από 58% την περίοδο 1981-1985.

Το πρόβλημα παίρνει διαστάσεις νέου κοινωνικού ζητήματος, εάν λάβουμε υπόψη ότι η παρεχόμενη ποιότητα της απασχόλησης στην Ελλάδα είναι εξαιρετικά κακή. Τόσο οι νέοι της «γενιάς των 700 ευρώ», όσο και οι μεγαλύτεροι σε ηλικία επισφαλείς εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα -όλοι θυμόμαστε τη δολοφονική απόπειρα εναντίον της συνδικαλίστριας στον χώρο καθαρισμού κ. Κ. Κούνεβα- βιώνουν μια κατάσταση όπου τα δικαιώματά τους καταστρατηγούνται συστηματικά: δουλεύουν πολλές ώρες χωρίς να πληρώνονται γι’ αυτές, πολυαπασχολούνται από ανάγκη, αμείβονται πολύ κάτω από τις κατώτατες συμβάσεις εργασίας με καθυστερήσεις μηνών και με ποσά που δεν αντιστοιχούν σ’ αυτά που υπογράφουν ότι λαμβάνουν, τρομοκρατούνται, παρενοχλούνται σεξουαλικά. Πλέον η κατάσταση ανασφάλειας αγγίζει σιγά σιγά και το Δημόσιο.

Τέλος, η οικονομική και ποιοτική απαξίωση της εργασίας συμβαδίζει εδώ και χρόνια και με την ηθική της απαξίωση. Καθημερινά στο πλαίσιο της υπερκαταναλωτικής κοινωνίας καλλιεργείται συστηματικά από παντού και με κάθε τρόπο το πρότυπο του ανθρώπου - αδηφάγου καταναλωτή, αντί του ανθρώπου που καταξιώνεται μέσα από τη δουλειά του. Ενός «ανθρωπότυπου», ο οποίος εξωθείται να προσπαθεί με κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσο να διευρύνει τις καταναλωτικές του δυνατότητες. Μικρή σημασία έχει αν εργάζεται ή όχι, αρκεί να βρίσκει τρόπο να εκπληρώνει έναν μοναδικό και ιερό σκοπό: την πραγμάτωση ατομικών ονείρων μέσα από την κατανάλωση μαζικών προϊόντων, υπηρεσιών, εμπειριών και βιωμάτων.

Και η σημερινή κρίση;

Η παγκόσμια οικονομική κρίση επιδεινώνει το τοπίο της εργασίας, διογκώνοντας την ανεργία και αναγκάζοντας τους εργαζόμενους να πληρώσουν αυτοί το μάρμαρο με δραστικές μειώσεις αποδοχών. Ηδη, το πρώτο οκτάμηνο της κρίσης, στην Ελλάδα, χάθηκαν 163.229 θέσεις εργασίας. Κατά συνέπεια η κρίση απαξιώνει ακόμα περισσότερο την εργασία και βαθαίνει το χάσμα ανάμεσα σε κεφάλαιο και εργαζόμενους σε υπερβολικό βαθμό.

Ολα είναι μαύρα; Οχι, η σημερινή κρίση έχει και ένα καλό. Κατ’ αρχάς δημιουργεί τις απαραίτητες συνθήκες για να αμφισβητηθεί το κυρίαρχο υπερκαταναλωτικό πρότυπο με θετικές συνέπειες για τον άνθρωπο και το φυσικό του περιβάλλον και δεύτερον, μας προτρέπει να βγάλουμε τις παρωπίδες που μας επέβαλε ο νεοφιλελευθερισμός την τελευταία τριακονταετία και να σκεφτούμε ξανά το μείζον ζήτημα της εργασίας.

Για να συμβεί αυτό, όμως, απαιτείται αλλαγή πορείας. Επιβάλλεται μια νέα εθνική και διεθνής κυρίως φιλεργατική στροφή με κεντρικό ζητούμενο την εκ νέου ανάδειξη της εργασίας σε μείζονα κοινωνική και οικονομική αξία. Ως εκ τούτου οι προοδευτικές δυνάμεις οφείλουν να εργαστούν πάνω σε δύο στόχους. Πρώτον, να καταπολεμηθεί η επισφαλής εργασία που αυτή τη στιγμή πλήττει 108 εκατομμύρια Ευρωπαίους συμπολίτες μας.

Δεύτερον, να διασφαλιστεί ότι το όλο και αυξανόμενο μέρισμα παραγωγικότητας πηγαίνει στο ποσοστό που αναλογεί στους εργαζόμενους και όχι αποκλειστικά στα κέρδη των εταιρειών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου