Γράφει ο Βασίλης Μαρκεζίνης «E» 12/9
Στην εποχή μας μπορεί κανείς να φτάσει στην κορυφή είτε μέσω της αυτοπροβολής είτε μέσω της εγγενούς αξίας του καινοτόμου έργου του. Η καθεμιά οδός προϋποθέτει διαφορετικό είδος ταλέντου, αλλά γεγονός είναι ότι η δεύτερη οδός είναι πιο αργή και κοπιαστικά ελικοειδής. Παραδόξως, όμως, υπάρχουν περιπτώσεις όπου η επίμοχθη αυτή οδός λειτουργεί καλύτερα.
Οι πρόσωπο με πρόσωπο διαπραγματεύσεις στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής αποτελούν μία από αυτές τις περιπτώσεις, καθώς, εν προκειμένω, μόνον μέχρις ενός σημείου μπορεί να αποβούν αποτελεσματικά τα επικοινωνιακά τεχνάσματα προβολής. Eχω την εντύπωση ότι στη σύγχρονη ελληνική και τουρκική εξωτερική πολιτική μπορούμε να εντοπίσουμε παραδείγματα και για τις δύο προαναφερθείσες οδούς. Εάν τούτο αληθεύει, έχουμε άραγε να αποκομίσουμε κάποια ευρύτερα διδάγματα;
Οπωσδήποτε, η υπουργός Εξωτερικών μας θα είχε διαφορετική γνώμη. Θα επεσήμανε, για παράδειγμα, ότι η σύνοδος επέτυχε την επανέναρξη του ρωσο-νατοϊκού διαλόγου, ο οποίος είχε διακοπεί μετά την εισβολή στη Νότια Οσετία. Θα άφηνε επίσης να εννοηθεί ότι επρόκειτο για ελληνικό επίτευγμα. Οι εύσχημες αυτές απόψεις, όμως, δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.
Πράγματι, κατά πρώτο λόγο, ο ανωτέρω ισχυρισμός συγκαλύπτει την επιπόλαιη απόφαση του ίδιου του ΝΑΤΟ να διακόψει τον διάλογο με τη Ρωσία. Το σχόλιο του κ. Στάθη Ευσταθιάδη, ενός στοχαστικού ανθρώπου ήπιων τόνων, ήταν, συνεπώς, εύστοχο και απολύτως δικαιολογημένο:
«Δεν είναι, βέβαια, η πρώτη φορά που οι δυτικές κυβερνήσεις διακόπτουν κάποιον διάλογο με τη Μόσχα ή το Πεκίνο και τον επαναλαμβάνουν ύστερα από μερικούς μήνες. Ετσι, αυτή η τακτική καταντά όχι απλώς ατελέσφορη αλλά και γελοία. Τι μπορεί να περίμεναν οι υπουργοί Εξωτερικών και οι κυβερνήσεις τους όταν, λόγω Γεωργίας, διέκοπταν τον διάλογο με τη Μόσχα; Οτι θα έφευγαν οι ρωσικές δυνάμεις από τη Νότια Οσετία; Ή ότι το Κρεμλίνο θα εκλιπαρούσε να συνεχιστούν οι διαπραγματεύσεις και ο διάλογος;».
Κατά δεύτερο λόγο, το σχόλιο αυτό τού κ. Ευσταθιάδη δημοσιεύθηκε στο «Βήμα» της 11ης Μαρτίου, και όχι Ιουνίου. Αυτή μάλιστα η χρονική διαφορά φανερώνει ότι η απόφαση επανέναρξης του διαλόγου είχε ληφθεί (πρωτύτερα) στις Βρυξέλλες, και όχι (αργότερα) στην Κέρκυρα.
Εναλλακτικά, θα δικαιούνταν κανείς να μιλήσει για μεγαλοποίηση ενός ζητήματος ήσσονος σημασίας. Το ίδιο συνέβη και με τη Χάλκη, άλλωστε.
Το μέλλον της επαναλειτουργίας της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης έχει, αναμφίβολα, συγκινησιακό αντίκτυπο. Κατ’ ουσίαν, όμως, δεν αποτελεί το Α και το Ω ούτε για το Πατριαρχείο μας ούτε και για τη χώρα μας, σε σχέση με τα επιτακτικά ζητήματα που συνδέονται με τον εναέριο και τον θαλάσσιο χώρο μας, τους οποίους οι Τούρκοι παραβιάζουν καθημερινά.
Εντούτοις, εν όψει της επίσκεψης του κ. Ομπάμα στην Αγκυρα τον περασμένο Απρίλιο, το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών αποφάσισε ότι θα έπρεπε να ζητήσουμε από τους Αμερικανούς να πιέσουν τους Τούρκους για έναν συμβιβασμό ως προς τη Χάλκη, εξασφαλίζοντας, σε αυτό τουλάχιστον το επίπεδο, λίγη θετική δημοσιότητα για την ελληνική διπλωματία. Ετσι, κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του Ομπάμα στην Τουρκία, το ζήτημα αυτό βρέθηκε σε δυσανάλογα υψηλή θέση στον κατάλογο με τις «ανησυχίες» μας για την Τουρκία.
Οπως πάντα, οι Τούρκοι αποδείχτηκαν όχι μόνον αμετακίνητοι αλλά και ταχύτατοι ως προς τις αντιδράσεις τους. Με τις ευλογίες της Αμερικής, συνέδεσαν το ζήτημα της Χάλκης με την τουρκόφωνη μειονότητα της Θράκης. Αποδείχτηκε, έτσι, ότι η περιλάλητη «στρατηγική συνεργασία» Ελλάδας και Αμερικής ήταν απλώς λόγια του αέρα.
Δίχως αμφιβολία, επρόκειτο για μία ακόμη επιτυχία της τουρκικής διπλωματίας. Και τούτο, διότι μετέτρεψε σε διμερές ζήτημα ένα θέμα (κατά βάση) θρησκευτικής ανεκτικότητας και θρησκευτικών δικαιωμάτων στην Τουρκία - ένα θέμα, συνεπώς, που η Τουρκία έπρεπε να το διευθετήσει προτού ενταχθεί στην ΕΕ. Επιπλέον, γράφτηκε εκείνη την περίοδο ότι ο Πατριάρχης μας «εξεπλάγη» από αυτή την «απροσδόκητη» αλλαγή του κ. Ομπάμα, γεγονός το οποίο, εάν όντως αληθεύει, μας κάνει να διερωτηθούμε εάν η ελληνική πλευρά είχε μπορέσει να προβλέψει μια τέτοια εξέλιξη και εάν είχε προειδοποιήσει τον Πατριάρχη αναλόγως.
Και έχει τάχα κλείσει το εν λόγω ζήτημα; Προφανώς, όχι. Μια πρόγευση των επικείμενων εξελίξεων πήραμε πρόσφατα, με την επίσκεψη του κ. Ερντογάν στον Πατριάρχη μας. Οπως εύστοχα σχολίασε ο πολιτικός εκπρόσωπος του ΠΑΣΟΚ για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής, κ. Ανδρέας Λοβέρδος, η τουρκική κίνηση είχε «χαρακτηριστικά τακτικού χειρισμού».
Διακρίνω, από τουρκικής πλευράς, μια μεγαλοπρεπή αν και εντέλει περιορισμένη χειρονομία (δεδομένου ότι οι Τούρκοι ποτέ δεν δίνουν κάτι χωρίς ανταλλάγματα), καθώς πλησιάζει η στιγμή της επανεξέτασης της αίτησης ένταξής τους στην ΕΕ. Προσωπικά, προβλέπω ότι η Τουρκία θα αποχωρήσει από τη σχετική σύνοδο, ανοίγοντας τουλάχιστον μερικά ακόμη κεφάλαια προς συζήτηση, ενώ η Ελλάδα θα υπερηφανεύεται ότι «κέρδισε τη Χάλκη» και ότι εξακολουθεί ψύχραιμα να έχει τον έλεγχο της κατάστασης.
Αφετηριακά σημεία της ανάλυσης του κ. Νταβούτογλου αποτελούν, αφενός, η Σοβιετική Ενωση και, αφετέρου, η αποτυχία της αμερικανικής προσπάθειας (που αντλεί το θεωρητικό της υπόβαθρο από συγγραφείς όπως ο Φράνσις Φουκουγιάμα) να οικοδομήσει τη Νέα Παγκόσμια Τάξη της. Ο Τούρκος μελετητής αντικρούει επίσης την άποψη του Σάμιουελ Χάντινγκτον ότι η σημερινή αστάθεια είναι απότοκη της επονομαζόμενης «σύγκρουσης των πολιτισμών». Στρέφει, ορθώς, την προσοχή του στα επακόλουθα της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ενωσης και υπογραμμίζει ότι «ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες αστάθειας στη μεταψυχροπολεμική εποχή είναι [ένα] γεωπολιτικό και γεωστρατηγικό κενό».
Το επόμενο βήμα του είναι να επισημάνει παραδείγματα τέτοιων κενών.
Ενα πρώτο κενό είναι η Καυκασία, περιοχή ιδιαίτερα αξιοσημείωτη και αξιοπρόσεκτη λόγω των άφθονων ενεργειακών πόρων της. Πολύ βολικά, η Καυκασία είναι επίσης -εξαιρουμένων εν μέρει της Γεωργίας και της Αρμενίας- ισλαμική. Το ίδιο ισχύει και για την Κεντρική Ασία.
Ετσι, ο κ. Νταβούτογλου, χωρίς να εγκαταλείπει τον ελάχιστα παρατηρημένο (και ασφαλώς, σήμερα, συγκρατημένο) αντιαμερικανισμό του, μας πληροφορεί κατόπιν ότι «ο βασικός λόγος που χαρακτηρίζεται απειλητικός ο μουσουλμανικός κόσμος» σχετίζεται με τις «γεωπολιτικές, γεωοικονομικές και γεωστρατηγικές δυνατότητές του», οι οποίες και τον τοποθετούν σε πολύ πιο πλεονεκτική θέση από την Αμερική, για να καλύψει αυτό το κενό. Ετσι, η Αμερική «χρειάζεται ένα ιδεολογικό έρεισμα για τις στρατηγικές και τις τακτικές επιχειρήσεις της, προκειμένου να αποκτήσει έλεγχο επί των δυνατοτήτων αυτών».
Το συμπέρασμά του είναι ότι, για ιστορικούς, γεωγραφικούς και θρησκευτικούς λόγους, η Τουρκία βρίσκεται σε ιδανική θέση για να αναλάβει την ηγεσία τού (διχασμένου, σήμερα) μουσουλμανικού κόσμου και να καλύψει τα περί ων ο λόγος κενά.
Μολονότι πολλοί από τους προκαταρκτικούς ισχυρισμούς του κ. Νταβούτογλου είναι αληθοφανείς, ή ακόμη και πειστικοί, δεν θα μπορούσαμε να πούμε το ίδιο και για το συμπέρασμά του. Αυτή είναι η γνώμη ενός Ελληνα, θα μου αντέτεινε πιθανώς ο ίδιος. Ας παραμερίσουμε όμως, επί του παρόντος, την αξία της γνώμης μου και ας εστιάσουμε την προσοχή μας στο ζητούμενο.
Και τούτο είναι κατά πόσον κάποια ή κάποιες από τις κεντρικές ιδέες του κ. Νταβούτογλου, που διατυπώθηκαν το 1998, έχουν αλλάξει ή θα μπορούσαν να αλλάξουν εν όψει των ομιλιών του Ομπάμα για το Ισλάμ.
Κατά τα λεγόμενα του ιδίου, τα πλεονεκτήματα αυτά σχετίζονται με το γεγονός ότι «οι μουσουλμανικές χώρες ελέγχουν πλήρως τον κεντρικό πυρήνα [αυτών των περιοχών] από την Ανατολή έως τη Δύση, καθώς και τα περάσματα από τον Βορρά έως τον Νότο, από την κεντρική Ευρασία [Heartland] έως τις θερμές θάλασσες, μέσω της Καυκασίας έως τη νότια ζώνη της Κεντρικής Ασίας και του Αφγανιστάν. Επιπροσθέτως, οι μουσουλμανικές χώρες κατέχουν είτε πλήρως (Ανατολία και Αραβική Χερσόνησος) είτε μερικώς (Ινδική Υποήπειρος και Ινδοκίνα) τον έλεγχο των σημαντικών ημι-νήσων και νήσων (Κύπρος, Σουμάτρα, Ιάβα, Βόρνεο, Μιντανάο) που περιστοιχίζουν τα σημεία πρόσβασης της κεντρικής Ευρασίας στους ωκεανούς».
Ο τρόπος με τον οποίο ο κ. Νταβούτογλου συνδέει αυτά τα ζωτικής σημασίας περάσματα (ή «choke points») δεν δείχνει απλώς και μόνον γιατί η -πραγματική ή φαινομενική- αλλαγή της Αμερικής απέναντι στον μουσουλμανικό κόσμο δεν δύναται να μεταβάλει τις δικές του σταθερές: υπό τη νέα, επεξεργασμένη της μορφή, η θεωρία του δείχνει επίσης, πολύ πιο ξεκάθαρα, τη σοβαρότητα της απειλής για την Κύπρο (και, κατ’ επέκταση, για την Ελλάδα).
Ετσι, για τον κ. Νταβούτογλου, η Κύπρος δεν αποτελεί πρόβλημα: κακώς μάλιστα (λέει) χαρακτηρίζεται ως πρόβλημα από όλους, της Τουρκίας μη εξαιρουμένης. Κατά την άποψή του -άποψη συνεπή προς τη συνολική του αντίληψη των προβλημάτων και προς την ανάλυση των «κενών»-, το Κυπριακό απαιτεί μια ριζική επανεξέταση που θα τοποθετήσει μόνιμα το νησί σε τουρκική τροχιά, στην οποία, εξάλλου, ο ίδιος θεωρεί ότι αυτό ανήκει. Και όταν λέω «το νησί», εννοώ ολόκληρη την Κύπρο, και όχι απλώς το τουρκικό μέρος της. Λόγω έλλειψης χώρου, θα παρουσιάσω ακολούθως μερικά κεντρικά σημεία της σκέψης του κ. Νταβούτογλου (όπως μεταφράστηκαν από τον καθηγητή Ιωάννη Μάζη και δημοσιεύτηκαν στο Παρόν της 8ης Αυγούστου).
«Μια χώρα που αγνοεί την Κύπρο δεν μπορεί να είναι ενεργός στις παγκόσμιες και περιφερειακές πολιτικές. Στις παγκόσμιες πολιτικές δεν μπορεί να είναι ενεργός διότι αυτό το μικρό νησί κατέχει μια θέση που (μπορεί να) επηρεάζει ευθέως τις στρατηγικές συνδέσεις μεταξύ Ασίας-Αφρικής, Ευρώπης-Αφρικής και Ευρώπης-Ασίας».
Αυτή η συλλογιστική βάση τον οδηγεί σε ακόμη πιο ανησυχητικά συμπεράσματα. Ιδού πώς διατυπώνει την όλη κατάσταση ο κ. Νταβούτογλου (η έμφαση, δική μου):
«Η Τουρκία, επηρεαζόμενη λόγω θέσεως από πολλές ισορροπίες, είναι υποχρεωμένη να αξιολογήσει την κυπριακή πολιτική της, βγάζοντάς την από την τουρκο-ελληνική εξίσωση. Η Κύπρος γίνεται με αυξανόμενη ταχύτητα ένα ζήτημα Ευρασίας και Μέσης Ανατολής-Βαλκανίων (Δυτικής Ασίας-Ανατολικής Ευρώπης). [...] Στο ζήτημα της Κύπρου, από πλευράς Τουρκίας η σημασία μπορεί να εντοπιστεί σε δύο κύριους άξονες: ο ένας εξ αυτών είναι ο άξονας της ανθρώπινης αξίας, προσανατολισμένος στην κατοχύρωση της ασφάλειας της μουσουλμανικής τουρκικής κοινότητας».
Οι πλάγιες λέξεις έχουν κρισιμότατη σημασία, καθώς ο Τούρκος υπουργός συνεχίζει: «Μια αδυναμία [της Τουρκίας] που [ενδεχομένως] θα φανερωθεί στο θέμα της ασφάλειας και της προστασίας της τουρκικής κοινότητας της Κύπρου μπορεί να εξαπλωθεί σαν κύμα στη Δυτική Θράκη και τη Βουλγαρία - και μάλιστα ακόμη και στο Αζερμπαϊτζάν και στη Βοσνία».
Τα προαναφερθέντα είναι αρκετά δυσοίωνα για τους Ελληνες, αλλά ο κ. Νταβούτογλου δεν σταματά εκεί την ανάλυση των συμφερόντων της χώρας του στην Κύπρο. Ιδού τι λέει στη συνέχεια:
«Ο δεύτερος σημαντικός άξονας του Κυπριακού είναι η σημασία που έχει το νησί αυτό από γεωστρατηγικής απόψεως. [...] Ακόμη και αν δεν υπήρχε κανένας μουσουλμάνος Τούρκος στην Κύπρο, η Τουρκία είναι υποχρεωμένη να έχει ένα κυπριακό ζήτημα. Καμία χώρα δεν μπορεί να μείνει αδιάφορη απέναντι σε ένα τέτοιο νησί, που βρίσκεται μέσα στην καρδιά του ίδιου του ζωτικού της χώρου [...]. Αυτή η γεωστρατηγική σημασία έχει δύο διαστάσεις. Η μία εξ αυτών έχει στενή στρατηγική σημασία και έχει σχέση με τις ισορροπίες Τουρκίας-Ελλάδος και Τ.Δ.Β. Κύπρου-Ελληνικού Τμήματος [sic!] στην Ανατολική Μεσόγειο. Η δεύτερη διάσταση της γεωστρατηγικής σημασίας είναι ευρείας στρατηγικής σημασίας και σχετίζεται με τη θέση του νησιού μέσα στις παγκόσμιες και περιφερειακές στρατηγικές».
Με άλλα λόγια: τα ανωτέρω αποσπάσματα δεν αποτελούν άραγε σαφή ένδειξη μιας σκέψης που ξέρει πολύ καλά τον προορισμό της, έστω και αν, για λόγους τακτικής, και προκειμένου να διευκολυνθεί η ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ, θα μπορούσε ίσως να δεχτεί κάποιες επιφανειακές αλλαγές ως προς τους αντικειμενικούς σκοπούς της; Θα ήταν ποτέ δυνατόν μια ελληνική ή κυπριακή κυβέρνηση να διαπραγματευτεί τον όποιο συμβιβασμό με έναν τόσο δεινό στοχαστή, εάν πρώτα δεν παραμερίσει πλήρως, μονίμως και σαφώς τις ανωτέρω μακροπρόθεσμες φιλοδοξίες; Κατά την ταπεινή μου άποψη, εάν κάποια κυβέρνηση το έκανε, δεν θα διέπραττε απλώς ένα σοβαρότατο σφάλμα, αλλά κάτι ανείπωτα χειρότερο! Ας δούμε, λοιπόν, πώς θέτει το ζήτημα ο ίδιος ο κ. Νταβούτογλου.
«Την Κύπρο δεν μπορεί να την αγνοήσει καμία περιφερειακή ή παγκόσμια δύναμη που κάνει στρατηγικούς υπολογισμούς στη Μέση Ανατολή, την Ανατολική Μεσόγειο, το Αιγαίο, το Σουέζ, την Ερυθρά Θάλασσα και τον Κόλπο. Η Κύπρος βρίσκεται σε τόσο ιδανική απόσταση απ’ όλες αυτές τις περιοχές, που έχει την ιδιότητα μιας παραμέτρου που (μπορεί να) επηρεάζει καθεμία απ’ αυτές ευθέως. Η Τουρκία, το στρατηγικό πλεονέκτημα που απέκτησε τη δεκαετία του 1970 πάνω σε αυτή την παράμετρο, πρέπει να το αξιοποιήσει όχι ως στοιχείο μιας αμυντικής κυπριακής πολιτικής με στόχο τη διαφύλαξη του status quo, αλλά ως ένα θεμελιώδες στήριγμα μιας διπλωματικής φύσεως επιθετικής θαλάσσιας στρατηγικής».
Το στοιχείο που καθιστά τόσο ανησυχητική τη σκέψη του κ. Νταβούτογλου είναι οι στενές γεωγραφικές διασυνδέσεις που θεμελιώνει. Τα όσα λέει για την Κύπρο, φέρ’ ειπείν, μπορούν και πρέπει να συνδεθούν με τη Θράκη, όχι λόγω της εκεί παρουσίας μουσουλμανικών πληθυσμών, αλλά λόγω του τρόπου με τον οποίο ο κ. Νταβούτογλου δομεί την επιχειρηματολογία του για μια πολυδιάστατη επέκταση της επιρροής της χώρας του.
Ποιες (θα) είναι οι δικές μας αντιδράσεις;
Οφείλουν, πιστεύω, να εκδηλωθούν σε δύο φάσεις: βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα.
Βραχυπρόθεσμα, πρέπει να προσέξουμε ιδιαίτερα τους κινδύνους που ελλοχεύουν πίσω από τις πρόωρες εκλογές. Δεν είμαι πολιτικός, αλλά, ως σκεπτόμενος άνθρωπος, δεν έχω διόλου πειστεί ότι η οικονομική κρίση είναι ο λόγος για την απόφαση του κυβερνώντος κόμματος να αποφασίσει τη διενέργεια εκλογών.
Η οικονομία βρίσκεται πράγματι σε άσχημη κατάσταση, όχι όμως τόσο όσο στο εξωτερικό. Φοβάμαι και, εξίσου, υποψιάζομαι ότι, σε εξωτερικό επίπεδο, υπάρχει μια μυστική επιθυμία άγνωστων δυνάμεων να μας ωθήσουν να υπογράψουμε πράγματα απολύτως απαράδεκτα. Τα ζητήματα της πΓΔΜ, του Αιγαίου και της Κύπρου καιροφυλακτούν στο σκοτάδι.
Ο κ. Βασίλης Μαρκεζίνης κατέχει τον τίτλο του «σερ», είναι νομικός σύμβουλος της βασίλισσας της Αγγλίας και μέλος σε επτά Ακαδημίες του εξωτερικού.
http://www.ethnos.gr/article.asp?catid=15426&subid=2&pubid=6000887
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου