του Δημητρίου Πλατή
Με το άρθρο 16 του ν. 2836/2000 και το άρθρο 47 του ν. 2859/2000 ορίστηκε ότι ο επενδυτικός χρυσός θα πωλείται 80% παραπάνω από τον ελεύθερο χρυσό, ενώ με το άρθρο 5 του ν. 2842/2000 ο επενδυτικός χρυσός συνδέθηκε με τον πληθωρισμό, συμπαρασύροντάς τον κατά 80% αφού το ευρώ εισήλθε υπερτιμημένο κατά 80%. Συγκεκριμένα η Ελλάδα εισήλθε στο ευρώ με το συντελεστή 3,4075 έτσι ώστε το ένα κατοστάρικο να αντικατασταθεί από το κέρμα του ενός ευρώ, αφού 3,4075 Χ 100 δρχ. = 340,750, με αποτέλεσμα το ευρώ να εισέλθει υπερτιμημένο αρχικά κατά 70% αφού 100 : 340,750 = 0,3 Χ 100% = 30%. Το 1 λεπτό εισήλθε όχι στις 3,4075 δρχ. αλλά στις 3 δρχ. Τα δύο λεπτά εισήλθαν όχι στις 6,815 δρχ. αλλά στις 6 δρχ. Τα 3 λεπτά δεν εισήλθαν στις 9 δρχ. αλλά στις 10 δρχ. δεσμεύοντας 1 δρχ. στις 10 δρχ. και επομένως 34,075 δρχ. στις 340,750 δρχ., ποσοστό 10% και έτσι το ευρώ εισήλθε συνολικά υπερτιμημένο κατά 80% (70%+10%=80%).
Με το ν. 3985/2011 (Μεσοπρόθεσμο) έλαβε χώρα υπερκοστολόγηση του χρέους κατά 150 δις ευρώ. Σε ένα πίνακα του ν. 3985/2011 (Μεσοπρόθεσμο) εμφανιζόταν η εξέλιξη του χρέους έως το 2015 το οποίο ξεπερνούσε το 2015 τα 500 δις ευρώ, χωρίς δημοσιονομικές παρεμβάσεις και αποκρατικοποιήσεις και αποφασιζόταν με το ν. 3985/2011 (Μεσοπρόθεσμο) δημοσιονομικές παρεμβάσεις ύψους 100 δις ευρώ για τη μείωσή του στα 401 δις ευρώ και αποκρατικοποιήσεις ύψους 50 δις ευρώ για τη μείωσή του στα 350 δις ευρώ. Το παραπάνω αποτελεί επίπλαστη υπερκοστολόγηση του χρέους κατά 150 δις ευρώ διότι τα 150 δις ευρώ δεν αφαιρέθηκαν από το σημερινό χρέος των 350 δις για να διαμορφωθεί αυτό στα 200 δις ευρώ αλλά από το υποθετικό των 500 δις ευρώ. Τα 150 δις ευρώ του επίπλαστου υπερκοστολογημένου χρέους είναι περίπου το 42% και πλέον του σημερινού χρέους των 350 δις ευρώ όπως αυτό θεωρητικά εμφανίζεται στο ν. 3985/2011. Τα 100 δις ευρώ των δημοσιονομικών παρεμβάσεων αποτελούν το 42% και πλέον του ΑΕΠ του 2009, ενώ τα 50 δις ευρώ των αποκρατικοποιήσεων είναι περίπου το 21% και πλέον του ΑΕΠ του 2009, σύνολο περίπου 64% του ΑΕΠ του 2009.
Το 2009 (ν. 3931/2011) το χρέος ήταν περίπου 300 δις ευρώ ενώ τη διετία
2010-2011 (ν. 3985/2011) διαμορφώθηκε στα 350 δις ευρώ, αυξημένο κατά 16% με 17% περίπου, που αντιστοιχεί σε μείωση του ΑΕΠ κατά 16% με 17% περίπου σε δύο χρόνια, όπως αντίστοιχα και ανωτέρω αφού η υπερκοστολόγηση των 150 δις ευρώ αντιστοιχεί στο 42% και πλέον του χρέους με την αφαίρεση από το ΑΕΠ των 100 δις ευρώ των δημοσιονομικών παρεμβάσεων να αντιστοιχεί στο 42% και πλέον του ΑΕΠ αντίστοιχα.
Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η συνολική μείωση του ΑΕΠ είναι περίπου το 80% (42%+21%+17%=80%) όση και η υπερτίμηση της αξίας του ευρώ διότι η μείωση του ΑΕΠ καλύπτεται από την αύξηση του κόστους του χρέους με την αύξηση των φόρων και των λοιπών ισοδύναμων μέτρων στην οικονομία, λαμβάνοντας υπόψη και την μείζονα ανελαστική διαμόρφωση του κόστους από τον ενιαίο οικονομικό χώρο της Ευρωζώνης, αντίθετο τούτο στη σύγκλιση τιμών και εισοδημάτων και τη σταθερότητα των τιμών.
Το παραπάνω αποδεικνύεται και από την κατάθεση των σχετικών στοιχείων από την Κατσέλη στη συζήτηση για το Πολυνομοσχέδιο, σύμφωνα με τα οποία στοιχεία μείωση της ονομαστικής και αγοραστικής αξίας των μισθών κατά 10% αντιστοιχεί σε μείωση του ΑΕΠ κατά 2%, με μείωση κατά 20% τότε το ΑΕΠ μειώνεται κατά 4,17%, μείωση κατά 30% τότε το ΑΕΠ μειώνεται κατά 6,26%, ενώ μείωση της ονομαστικής και αγοραστικής αξίας κατά 40% τότε το ΑΕΠ μειώνεται περίπου κατά 8% με 8,5% κατ’ έτος ή στη διετία κατά 16% με 17%, όπως τη διετία 2010-2011 που αύξησε το χρέος κατά 17% περίπου. Έτσι στην τετραετία τούτο αντιστοιχεί περίπου στο 32%, ενώ μείωση της ονομαστικής και αγοραστικής αξίας των μισθών κατά 80% στην τετραετία 2012-2015 αντιστοιχεί περίπου στο 64%, το διπλάσιο του 32% που αντιστοιχεί σε μείωση 40%, όσο το άθροισμα των 150 δις ευρώ των αποκρατικοποιήσεων και των δημοσιονομικών παρεμβάσεων ως ποσοστό του ΑΕΠ του 2009, στο οποίο προστιθέμενο το ποσοστό κατ’ ελάχιστον του 16% της μείωσης του ΑΕΠ για τα έτη 2010-2011 αθροιζόμενα προκύπτει το 80% (42%+21%+17%=80% ή 42,5%+21,5%+16%=80%) όση και η υπερτίμηση της αξίας του ευρώ. Από τα ανωτέρω προσδιορίζεται και η υπερκοστολόγηση του χρέους κατά 80% επί του χρέους των 300 δις ευρώ το 2009 που αντιστοιχεί στα 240 δις ευρώ. Συγκεκριμένα:
150 δις ευρώ υπερκοστολόγηση με το ν. 3985/2011
+ 50 δις ευρώ υπερκοστολόγηση τη διετία 2010-2011 με την αύξηση του χρέους
από 300 δις ευρώ σε 350 δις ευρώ
+ 40 δις ευρώ που είναι η απώλεια του 17% του ΑΕΠ επί του ΑΕΠ του 2009
για τα έτη 2010-2011
Σύνολο 240 δις ευρώ
Για να μην γίνει αντιληπτή η ως άνω μεθόδευση στο ν. 3985/2011 (Μεσοπρόθεσμο) μετά τις δημοσιονομικές παρεμβάσεις και τις αποκρατικοποιήσεις των 150 δις ευρώ συνολικά, στο κλάσμα χρέος προς ΑΕΠ δεν ανέφεραν τις τιμές του ΑΕΠ, διότι τις διατήρησαν αμετάβλητες σε σχέση με αυτές που είχε το ΑΕΠ πριν τις δημοσιονομικές παρεμβάσεις των 100 δις ευρώ που αντιστοιχούν στο 42% και πλέον του ΑΕΠ του 2009 γεγονός που καταδεικνύει ότι αποκρύφθηκε η μείωση του ΑΕΠ εξαιτίας των δημοσιονομικών παρεμβάσεων των 100 δις ευρώ, για να μη γίνει αντιληπτή η υπερκοστολόγηση του χρέους και η νομιμοποίησή του με τις δημοσιονομικές παρεμβάσεις.
Συγκεκριμένα στη σελίδα 3219 του ν. 3985/2011 το ΑΕΠ ανά έτος από το 2011 έως το 2015 προσδιορίζεται σε δις ευρώ:
ΑΕΠ
2011
2012
2013
2014
2015
225,4
228,4
235,5
242,9
251,9
Τα νούμερα αυτά επαναλαμβάνονται και στη σελίδα 3227 του ΑΕΠ ανά έτος μετά από υπολογισμό του Β΄ μέρους του 2ου πίνακα από το 2012 έως το 2015 και συγκεκριμένα :
ΑΕΠ
2012 -> (100:159,8) Χ 364.886 δις ευρώ = 228,4 δις ευρώ
2013 -> (100:157,7) Χ 371.436 δις ευρώ = 235,5 δις ευρώ
2014 -> (100:150,1) Χ 364.503 δις ευρώ = 242,9 δις ευρώ
2015 -> (100:139,5) Χ 351.356 δις ευρώ = 251,9 δις ευρώ
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι ακόμα και αυτές οι τιμές του ΑΕΠ πριν τις δημοσιονομικές παρεμβάσεις των 100 δις ευρώ στο ν. 3985/2011 (Μεσοπρόθεσμο) τίθεντο σε αμφισβήτηση από το 2010 και εντεύθεν για να προσδιοριστεί το κριτήριο της Συνθήκης για συμμετοχή στο ευρώ που αφορά το κλάσμα χρέος προς ΑΕΠ στο 60%. Έτσι ένα αφαιρεθεί από το ΑΕΠ του 2009 που είναι 235 δις ευρώ, η αύξηση των 50 δις ευρώ του χρέους στη διετία 2010-2011 προκύπτει το ποσό των 185 δις ευρώ ενώ το 60% αυτού ως χρέος στο ως άνω κριτήριο είναι τα 110 δις ευρώ περίπου, τα οποία εάν αφαιρεθούν από τα 350 δις του χρέους προκύπτει το ποσό των 240 δις ευρώ δηλαδή το ποσό της υπερκοστολόγησης του χρέους κατά 80% όση είναι και η υπερτίμηση της αξίας του ευρώ. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η Ελλάδα δεν πληροί το κριτήριο του 60% του χρέους προς το ΑΕΠ εξαιτίας της υπερκοστολόγησης του χρέους από την υπερτίμηση της αξίας του ευρώ με τον υπερτιμημένο συντελεστή 3,4075.
Με το ν. 3985/2011 (Μεσοπρόθεσμο) θεσμοθετήθηκε η συνέχεια της υπερκοστολόγησης του χρέους κατά 80% τουλάχιστον στις μετέπειτα συμφωνίες. Το Δημόσιο υπέγραψε τη συμφωνία της Συνόδου Κορυφής της 27ης Οκτωβρίου σύμφωνα με την οποία από το θεωρητικό χρέος, πράγμα που σημαίνει ότι έχει ενσωματωθεί η υπερκοστολόγηση του ν. 3985/2011 (Μεσοπρόθεσμο), 100 δις ευρώ θα μεταφερθούν ως πληρωμή για μετά το 2020, η χώρα θα επιβαρυνθεί με επιπλέον δανεισμό ύψους 100 δις ευρώ, ενώ τίθεται και ανώτατο όριο στο κλάσμα χρέος προς ΑΕΠ στο ύψος 120% όπερ και σημαίνει ότι η όποια τυχόν υπέρβαση θα συνδέεται ως μεταβλητή με τον υπολογισμό της αύξησης του επιτοκίου, ενώ το ποσό των 100 δις ευρώ που μεταφέρεται προς πληρωμή για μετά το 2020 ως ποσό είναι ίδιο με το ποσό των 100 δις ευρώ των δημοσιονομικών παρεμβάσεων του ν. 3985/2011 (Μεσοπρόθεσμο), με τα 30 δις ευρώ να συμψηφίζονται με αυτά μετά το 2020. Με δεδομένο ότι τα 100 δις ευρώ των δημοσιονομικών παρεμβάσεων στο κλάσμα χρέος προς ΑΕΠ θα μειώσουν το παρονομαστή του ΑΕΠ ισόποσα θα αυξήσουν αντίστοιχα και το χρέος στον αριθμητή και κατ’ επέκταση εξαιτίας της ως άνω μεθόδευσης προκαλείται επιπλέον χρέος 100 δις ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί περίπου στο 28% του χρέους των 350 δις ευρώ το 2011. Το 28% ως επιβάρυνση αντιστοιχεί σε τόκους για το ποσό των 100 δις ευρώ που μεταφέρονται για μετά το 2020, για το ποσό των επιπλέον 100 δις ευρώ του νέου δανεισμού με τη συμφωνία της 27ης Οκτωβρίου και το ποσό των 100 δις ευρώ που απομένουν μετά το χωρισμό τους από τα 100 δις ευρώ που μεταφέρθηκαν για πληρωμή μετά το 2020 μείον τα 15 δις ευρώ που αντιστοιχούν στην τιτλοποίηση εσόδων στα 80 δις ευρώ περίπου αφού 100 δις + 100 δις + 100 δις – 15 δις = 285 δις Χ 28% = 80 δις ευρώ περίπου, με την συνολική επιβάρυνση να αντιστοιχεί στα 280 δις ευρώ περίπου, από την πρόσθεση των τόκων των 80 δις ευρώ περίπου, του νέου δανείου των 100 δις ευρώ και των 100 δις ευρώ που προκύπτουν από το κλάσμα χρέος προς ΑΕΠ μετά την αφαίρεση των 100 δις ευρώ των δημοσιονομικών παρεμβάσεων και το οποίο ποσό των 280 δις ευρώ αντιστοιχεί στο 80% του χρέους των 350 δις ευρώ του ν. 3985/2011 (Μεσοπρόθεσμο) που προέκυψε μετά την αφαίρεση των 150 δις ευρώ από το υποθετικό χρέος των 501 δις ευρώ του 2015, αποδεικνύοντας το παραπάνω την συνέχεια της αύξησης του χρέους κατά 80%.
Η μεθοδολογία που ακολουθήθηκε για να αποδειχθεί η υπερκοστολόγηση του χρέους κατά 80% βασίστηκε στην αφαίρεση των 150 δις ευρώ των δημοσιονομικών παρεμβάσεων από το χρέος των 350 δις ευρώ της 1ης Ιουλίου 2011 και έτσι από τα εναπομείναντα 200 δις ευρώ, τα 100 δις ευρώ μεταφέρθηκαν για αποπληρωμή μετά το 2020, σ’ αυτά προστέθηκαν τα 100 δις ευρώ του νέου δανεισμού και αφαιρέθηκαν τα 15 δις ευρώ των τιτλοποιήσεων υπολογιζόμενα με το συντελεστή δανειακής επιβάρυνσης του 28%. Έτσι τα 150 δις ευρώ της υπερκοστολόγησης του χρέους που αφαιρέθηκαν από το υποθετικό χρέος των 501 δις ευρώ το 2015, υπολογιζόμενα με το συντελεστή της δανειακής επιβάρυνσης του 28%, αποδίδουν περίπου 40 δις ευρώ τόκους, τα οποία προστιθέμενα στα 240 δις ευρώ που είναι η υπερκοστολόγηση κατά 80% του χρέους των 300 δις ευρώ του 2009 αποδίδουν 280 δις ευρώ που είναι το 80% του χρέους των 350 δις ευρώ, πράγμα που αποδεικνύει ότι λήφθηκε υπόψη η υπερκοστολόγηση κατά 150 δις ευρώ του χρέους στη συμφωνία της 27ης Οκτωβρίου 2011.
Σύμφωνα με το αρ. 16 του ν. 2836/2000 και το άρθρο 47 του ν. 2859/2000 ο επενδυτικός χρυσός αποτιμάται σε συνεχή, μόνιμη και διαρκή βάση κατά 80% παραπάνω, όση δηλαδή είναι και η απώλεια της αξίας του ευρώ, από την τιμή του ελεύθερου χρυσού, συμπαρασύροντάς την μαζί με το πληθωρισμό αφού με την παρ. 1 του αρ. 5 του ν. 2842/2000 η τιμή του επενδυτικού χρυσού συνδέθηκε με τον πληθωρισμό.
Από τις οδηγίες 98/80/ΕΚ και 2006/112/ΕΚ (Κεφ. 5) του Συμβουλίου δεν υπήρχε υποχρέωση για να επιβληθεί η παύση έκδοσης και κυκλοφορίας του εθνικού νομίσματος με βάση το χρυσό και κατ’ επέκταση η κατάργηση του δικαιώματος της άσκησης αυτόνομης και ανεξάρτητης νομισματικής και πιστωτικής πολιτικής καθόσον στις προϋποθέσεις από την ανωτέρω οδηγία για την κυκλοφορία εθνικού νομίσματος με βάση το χρυσό, δεν περιλαμβάνεται η έγκριση από την ΕΚΤ, αλλά η δημοσίευση από την Ευρωπαϊκή επιτροπή πριν του τέλους του έτους του καταλόγου με αυτά τα νομίσματα, εφόσον κυκλοφορούν στην χώρα τους και χωρίς διαχωρισμό των νεόκοπων σε σχέση με τα παλαιότερα μη λαμβάνοντας υπόψη το χρονικό διαχωρισμό μεταξύ τους από την είσοδο του ευρώ αλλά ως όριο το έτος του 1800 μ.Χ. Αλλά ακόμα και εάν εμπλέκονταν η ΕΚΤ απλά τότε μόνο θα ενημερώνονταν πράγμα όμως που δεν ισχύει αφού στην οδηγία δεν λαμβάνεται καν υπόψη.
Έτσι παρανόμως παύθηκε η κυκλοφορία και δεν κυκλοφόρησε το εθνικό νόμισμα με βάση το χρυσό για να αποκατασταθεί η απώλεια της ρευστότητας από το συντελεστή του 3,4075 που αποδεικνύει και με τα αρ. 16 και 47 των ν. 2836 και 2859 του 2000 αντίστοιχα, την αύξηση της τιμής του χρυσού, συμπαρασύροντας τον πληθωρισμό και το κόστος του χρήματος από την υπερτίμηση της αξίας του ευρώ.
Η πίστωση της χρηματοδότησης για τη συναλλαγματική θέση της χώρας από το 2002 και εντεύθεν είναι στο διπλάσιο της αρχικής παρακαταθήκης των 89,6 δις ευρώ που κατατέθηκε το 2000 για την είσοδο της Ελλάδας στο ευρώ προσαυξημένης κατά 80% πλέον των τόκων που υπάρχει στην ΕΚΤ, αφού σε περίπτωση αποχώρησης από την Ευρωζώνη, επιστρέφεται η υφιστάμενη παρακαταθήκη και διαγράφεται αντίστοιχο ποσό δανείων με ισόποση καταβολή, πλέον του 60% του ΑΕΠ με αποτέλεσμα την απευθείας χρηματοδότηση της χώρας από την ΕΚΤ με την παροχή ρευστότητας μέχρι του παραπάνω ύψους για τη κυκλοφορία του εθνικού νομίσματος με βάση το χρυσό με τηρούμενες δύο προϋποθέσεις:
α) το ότι το χρέος δεν θα ξεπεράσει το διπλάσιο της υφιστάμενης παρακαταθήκης στην ΕΚΤ πλέον του ποσού του 60% που αντιστοιχεί στο ΑΕΠ και
β) ότι η διαφορά του χρέους από το ΑΕΠ δεν θα υπερβαίνει το 60% του ΑΕΠ
αφού ως κριτήριο σύγκλισης το 60% του χρέους προς το ΑΕΠ ίσχυε μονομερώς με τα εθνικά νομίσματα μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2001 έναντι στο διπλάσιο αθροιστικά με αυτό από την 1η Ιανουαρίου του 2002 της αρχικής παρακαταθήκης των 89,6 δις ευρώ προσαυξημένης κατά 80% πλέον των τόκων στην ΕΚΤ που είχε καταθέσει η χώρα για την συμμετοχή στην Ευρωζώνη.
Το παραπάνω δικαιολογεί και το ποσοστό του 120% του χρέους προς το ΑΕΠ της συμφωνίας της 27ης Οκτωβρίου 2011 καθόσον στο 60% του κριτηρίου σύγκλισης προστέθηκε το 60% της διαφοράς του χρέους προς το ΑΕΠ.
Το παραπάνω όμως είναι εσφαλμένο διότι αφενός μεν η διαφορά του χρέους από το ΑΕΠ στο 60% του ΑΕΠ προσδιορίζει το χρέος στο 160% του ΑΕΠ, αφετέρου δε διότι αφαιρέθηκε το 40% του ΑΕΠ του 2009 που αντιστοιχεί στην υπερκοστολόγηση κατά 90 δις ευρώ (της ζημίας από το Μνημόνιο) του χρέους του 2009 καθόσον τότε θα έπρεπε το ποσό των 90 δις ευρώ να πληρωθεί από τις δανείστριες χώρες της Ευρωζώνης προς τη δανειζόμενη Ελλάδα για τις ζημιές από το Μνημόνιο, δια να προστεθεί στη συνέχεια στα 150 δις ευρώ της υπερκοστολόγησης του ν. 3985/2011 στο σύνολο 240 δις ευρώ ήτοι υπερκοστολόγηση στο 80% του χρέους του 2009, έτσι ώστε να συμπεριληφθεί το 40% του ΑΕΠ στην υπερκοστολόγηση του 80% του χρέους στη συμφωνία της 27ης Οκτωβρίου 2011 ως αποδείχθηκε ανωτέρω για να μην πληρωθεί από την Τρόικα και έτσι μειώθηκε στο 120% το κλάσμα χρέος προς ΑΕΠ από το 160%, αφού στην αντίθετη περίπτωση θα έπρεπε να δώσουν στην Ελλάδα 90 δις ευρώ.
Το παραπάνω αποδεικνύεται και αν υπολογιστεί το ποσό της πίστωσης που δικαιούται η Ελλάδα από την 1η Ιανουαρίου 2010 και εντεύθεν και συγκεκριμένα:
α) 200 δις ευρώ το λιγότερο από την υφιστάμενη παρακαταθήκη στην ΕΚΤ
β) 200 δις ευρώ το λιγότερο για τη διαγραφή αντίστοιχου ποσού δανεισμού στην περίπτωση αποχώρησης και
γ) 140 δις ευρώ περίπου που είναι το 60% του ΑΕΠ του 2009
σύνολο 540 δις ευρώ περίπου.
Δεδομένου ότι ο δανεισμός την 31η Δεκεμβρίου 2009 ήταν 300 δις ευρώ περίπου, υπήρχε υπόλοιπο δανεισμού 240 δις ευρώ, όση δηλαδή είναι και η υπερκοστολόγηση του χρέους κατά 240 δις ευρώ όπως αποδείχθηκε ανωτέρω σε σχέση με το δανεισμό του 2009, ενώ το 160% αναφέρεται στις σελίδες 6547, 6550, 6600 και 6608 του ν. 4021/2011 ως μέρος του γινομένου για τις εγγυήσεις που παρέχουν τα κράτη μέλη προς το EFSF για το άλλο δε 5% ως επιπρόσθετη εγγύηση εξόφλησης χρέους που αντιστοιχεί στις 500 μονάδες βάσης όπως τούτο περιγράφεται στη σελίδα 6506 του ν. 4021/2011.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου