Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2009
Ο Θεόδωρος Πάγκαλος, από δημοφιλής και ικανός στρατιωτικός μεταμορφώθηκε σε αυταρχικό δικτάτορα
Ο Θεόδωρος Πάγκαλος, από δημοφιλής και ικανός στρατιωτικός μεταμορφώθηκε σε αυταρχικό δικτάτορα
Επιμέλεια: Στέφανος Xελιδόνης
Η πορεία του Θεόδωρου Δ. Πάγκαλου στη δημόσια ζωή της Ελλάδας κατά το πρώτο ήμισυ του 20ού αιώνα ήταν μακρά και ο ρόλος του καταλυτικός. Σε συνάντηση στο σπίτι του, το 1908, ιδρύθηκε ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος, ο οποίος απετέλεσε τη βάση του Κινήματος στο Γουδί, το 1909. Ο Πάγκαλος ήταν από τους πρώτους που υποστήριξαν τον ερχομό του Βενιζέλου. Συμμετείχε και στους δύο Βαλκανικούς Πολέμους και το καλοκαίρι του 1916 προχώρησε στη σύσταση ομάδας αξιωματικών με σκοπό την είσοδο της Ελλάδας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ, ενισχύοντας στη συνέχεια το Κίνημα της Θεσσαλονίκης.
Τον Μάιο του 1919, εγκαταστάθηκε στη Σμύρνη ως αρχηγός του επιτελείου. Με την άνοδο φιλοβασιλικής κυβέρνησης, αποστρατεύθηκε τον Νοέμβριο του επόμενου έτους. Μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή παρακολουθούσε τις εξελίξεις από την Ελευσίνα. Στις 11 Σεπτεμβρίου 1922, σχημάτισε την επιτροπή Αθηνών η οποία προχώρησε σε συλλήψεις πολιτικών. Τα μέλη του έκτακτου στρατοδικείου για τη «Δίκη των Εξ», σε μεγάλο βαθμό, ορίστηκαν από τον Πάγκαλο. Στις 14 Νοεμβρίου διορίστηκε υπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση Γονατά. Στις 12 Δεκεμβρίου παραιτήθηκε για να αναλάβει την αρχιστρατηγία και εγκαταστάθηκε στην Αλεξανδρούπολη. Σύντομα μετέτρεψε μια διασκορπισμένη μάζα στρατιωτών σε αξιόμαχο στρατό. Ο τουρκικός στρατός της Θράκης δεν ήταν ικανός σε σχέση με τη Στρατιά του Εβρου και ο Πάγκαλος πίστευε ότι μπορούσε να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη. Η ελληνική διπλωματία χρησιμοποίησε τη Στρατιά ως μοχλό πίεσης και στις 24 Ιουλίου 1923 υπεγράφη η Συνθήκη της Λωζάννης.
Υστερα από σύγκρουση με την επαναστατική κυβέρνηση, ο Πάγκαλος εξαναγκάστηκε σε παραίτηση και αναχώρησε για το εξωτερικό. Επέστρεψε για να συμμετάσχει στις εκλογές της 16ης Δεκεμβρίου 1923. Το κόμμα των Φιλελευθέρων κέρδισε, αλλά ακολούθησε πολιτική κρίση, η οποία συνεχίστηκε μέχρι το τέλος του 1924. Οταν ο υπουργός Στρατιωτικών, Γόντικας, ρώτησε τον Πάγκαλο «αλήθεια Θόδωρε θα κάμης κίνημα;», εκείνος του απάντησε «και βέβαια θα κάμω κίνημα. Θα σας φοβηθώ;»
ηθικών αρχών και αξιών
Του Ιάκωβου Δ. Μιχαηλίδη*
Τα χαράματα της 25ης Ιουνίου 1925, ο στρατηγός Θεόδωρος Πάγκαλος ανέτρεψε πραξικοπηματικά την κυβέρνηση του Ανδρέα Μιχαλακόπουλου και ανέλαβε την εξουσία. Η στρατιωτική εκτροπή, στην οποία προχώρησε ο Ελληνας στρατηγός, έθεσε τέλος στην ακυβερνησία που ταλάνισε την ελληνική πολιτική σκηνή την επαύριον της μικρασιατικής τραγωδίας με την εναλλαγή στην εξουσία ανεμικών και ανίσχυρων κομματικών σχηματισμών, προερχομένων κατά κανόνα από την παράταξη των Βενιζελικών. Ο ίδιος ο Πάγκαλος εξαργύρωνε έτσι την άριστη φήμη που είχε αποκτήσει ως αξιωματικός, ιδιαίτερα μάλιστα όταν δημιούργησε σε ελάχιστο χρόνο από τα λείψανα του ελληνικού στρατού την περίφημη Στρατιά του Εβρου, οπλίζοντας παράλληλα με πολύτιμα επιχειρήματα την ελληνική διαπραγματευτική αντιπροσωπεία που βρισκόταν στη Λωζάννη το 1923.
Με προκήρυξή του προς τον ελληνικό λαό την ίδια ημέρα, ο Πάγκαλος προσπάθησε να αιτιολογήσει την ενέργειά του. Αφού αποκάλεσε «αμαρτωλή» την κυβέρνηση Μιχαλακόπουλου, υποσχέθηκε «διοίκησιν χρηστήν, ισοπολιτείαν, ασφάλειαν και δικαιοσύνην» καθώς και πάταξη «άνευ οίκτου» των ποικιλώνυμων καταχραστών, «οι οποίοι κατακλέπτουσιν αναιδώς τον ιδρώτα του λαού».
*Ο στρατηγός Θεόδωρος Πάγκαλος, πρώτος από δεξιά
Φρούδες υποσχέσεις
Η επίκληση αμάχητων ηθικών κανόνων από τον δικτάτορα αποσκοπούσε στην εκτόνωση των αντιδράσεων των βενιζελογενών κομμάτων για την πρωτοβουλία του. Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσονταν άλλωστε και οι επαφές του με κορυφαίους παράγοντες του χώρου και ιδίως με τον ηγέτη της Δημοκρατικής Ενωσης, Αλέξανδρο Παπαναστασίου. Ο τελευταίος συμφώνησε να στηρίξει τον δικτάτορα, εξασφαλίζοντας ως αντάλλαγμα υποσχέσεις, φρούδες όπως εκ των υστέρων αποδείχθηκαν, περί ψηφίσεως νέου Συντάγματος.
Μετά τις εξελίξεις αυτές, ο Θεόδωρος Πάγκαλος εμφανίστηκε στις 30 Ιουνίου 1925 ενώπιον της Εθνοσυνέλευσης, προκειμένου να αναγνώσει τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβερνήσεώς του και να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης. Πράγματι, με ψήφους 185 επί συνόλου 208, η κυβέρνηση Πάγκαλου απέκτησε κοινοβουλευτική νομιμότητα. Ωστόσο οι δηλώσεις, στις οποίες προέβη αμέσως μετά τη συνεδρίαση της Βουλής, εμπεριείχαν μια οδυνηρή έκπληξη για τους υποστηρικτές του. «Είμεθα κατάστασις», είπε, «δι' ημάς δεν υπάρχει βενιζελισμός και κωνσταντινισμός, διότι δεν υπάρχουν πλέον τα εκπροσωπούντα τα δύο τοιαύτα κόμματα πρόσωπα. Ο μεν Βενιζέλος απέθανε πολιτικώς, ο δε Κωνσταντίνος φυσιολογικώς».
Η απαγκίστρωση από το βενιζελικό στρατόπεδο υπήρξε η πρώτη συνειδητή επιλογή του δικτάτορα αμέσως μετά την εδραίωσή του στην εξουσία. Η παράλληλη προσέγγιση στελεχών των αντιβενιζελικών αποτέλεσε έτσι τη φυσιολογική κατάληξη μιας προσωπικής πορείας που απέβλεπε στην υπέρβαση του υφιστάμενου πολιτικού συστήματος και στην ουσιαστική επιβολή του ως δικτάτορα, κάτι που τυπικά είχε βαθμιαία συντελεστεί, αρχικά στις 29 Σεπτεμβρίου 1925, όταν με διάταγμα διαλύθηκε η Δ΄ Συντακτική Συνέλευση και ακολούθως στις 5 Ιανουαρίου του 1926. Λίγους μήνες αργότερα, στις 4 και 11 Απριλίου του 1926, ο Πάγκαλος εξελέγη από το λαό Πρόεδρος της Δημοκρατίας.
Διολίσθηση στον αυταρχισμό
Η σταδιακή διολίσθηση του καθεστώτος σε αυταρχικές μορφές διακυβέρνησης αποτέλεσε φυσιολογικό επακόλουθο και επιβεβαιώθηκε τους επόμενους μήνες με μαζικές διώξεις και εκτοπισμούς πολιτικών αντιπάλων, κυρίως κομμουνιστών αλλά ακόμη και Βενιζελικών, όπως ο Νικόλαος Πλαστήρας, ο οποίος πήρε το δρόμο για την εξορία. Ανεστάλη επίσης η έκδοση ορισμένων εφημερίδων, ανάμεσά τους και της «Καθημερινής», στις 14 Οκτωβρίου 1925. Ο ίδιος ο Πάγκαλος δεν έκρυψε ποτέ τις προθέσεις του: «Επειδή βλέπω ότι είναι αδύνατον πλέον να εμπιστευώμεθα εις τον κοινοβουλευτισμόν, διά τούτο απεφάσισα ν' αλλάξω την μέχρι τούδε πορείαν μου. Εις το εξής στηρίζομαι εις την εμπιστοσύνην του στρατού, όστις αποτελεί την νησίδα των εθνικών ελπίδων», δήλωνε με περισσή εμπιστοσύνη στους άνδρες της Ταξιαρχίας Δημοκρατικής Φρουράς, τους πραγματικούς στυλοβάτες της εξουσίας του.
Επικίνδυνες αντιφάσεις στην εξωτερική πολιτική
Στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής, η διακυβέρνηση Πάγκαλου σημαδεύτηκε από μια σειρά αντιφατικών ενεργειών. Απώτερος στόχος του πρέπει να ήταν, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, η προετοιμασία της χώρας για επανάληψη των πολεμικών επιχειρήσεων με την Τουρκία και η ανατροπή της συνθήκης της Λωζάννης. «Ο Πάγκαλος είχε χωρίς αμφιβολία πολλά στρατηγικά προσόντα», κατέγραψε στις «Αναμνήσεις» του ο Γεώργιος Μόδης. «Είχε μόρφωσι, φαντασίαν, πυγμήν. Πολλοί τον θεωρούσαν τον καλλίτερο Στρατηγό μας… Ηταν όμως και "εξαιρετικό τυρί σε σκυλίσιο τομάρι", όπως πολλοί έλεγαν».
*Ο Θ. Πάγκαλος κατά τη σύλληψή του ύστερα από το Κίνημα ανατροπής της δικτατορίας του. Από το Αρχείο Πέτρου Πουλίδη, που ανήκει στην ΕΡΤ.
Εισβολή στη Βουλγαρία
Στο ζήτημα της Μακεδονίας, το ελληνοβουλγαρικό επεισόδιο στο Πετρίτσι και η διαταγή που ο Πάγκαλος έδωσε στο Γ΄ Σώμα Στρατού να εισβάλει, τον Οκτώβριο του 1925, σε βουλγαρικό έδαφος προκειμένου να τιμωρήσει τους κομιτατζήδες που αποδύονταν σε τρομοκρατικές επιδρομές στην ελληνική Μακεδονία, είχε ως αποτέλεσμα την καταδίκη της Ελλάδας από την Κοινωνία των Εθνών και την καταβολή υψηλής χρηματικής αποζημίωσης.
Στις 17 Αυγούστου 1926, η Ελλάδα και η Γιουγκοσλαβία υπέγραψαν μυστικές συμφωνίες, με τις οποίες οι Σέρβοι αποκτούσαν σημαντικά προνόμια στην ελληνική Μακεδονία. Πιο συγκεκριμένα, οι Γιουγκοσλάβοι ενίσχυαν τη θέση τους στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, ενώ η Ελλάδα αναγνώριζε την ύπαρξη σερβικής μειονότητας στο έδαφός της. Οι όροι αυτοί προκάλεσαν επικίνδυνους τριγμούς στο ελληνικό πολιτικό σύστημα, επιτάχυναν δε τη διαδικασία ανατροπής του Πάγκαλου. Ο Γ. Κονδύλης και τα πάλαι ποτέ πιστά στον Πάγκαλο Δημοκρατικά Τάγματα ηγήθηκαν ενός νέου κινήματος, που -παρά τη σθεναρή αντίθεση του δικτάτορα- στάθηκε αδύνατο να αντιμετωπιστεί. Ο Πάγκαλος συνελήφθη και φυλακίστηκε έως τον Ιούνιο του 1928, όταν και αφέθηκε ελεύθερος με απόφαση της κυβέρνησης Βενιζέλου. Ο πολιτικός του χρόνος είχε λάβει τέλος.
Απολογούμενος ενώπιον της Ανακριτικής Επιτροπής της Βουλής, στη διάρκεια του 1928, ο Πάγκαλος εμφανίστηκε αμετακίνητος στις ιδέες του. «Εάν ηναγκάσθην να λάβω αυστηρά ενίοτε μέτρα», υποστήριξε, «έπραξα τούτο με μόνον σκοπόν να υπερασπίσω τα συμφέροντα του συνόλου και να θεραπεύσω την επικινδύνως εκτεινομένην γάγγραιναν, απειλούσαν αυτήν την υπόστασιν του Κράτους και της Κοινωνίας». Και γυρνώντας προς τους κατηγόρους του, συμπλήρωσε περιφρονητικά: «Απέφραξα τας Θερμοπύλας του Εβρου εις τον επηρμένον νικητήν της Μικράς Ασίας και έσωσα εκατοντάδας εκατομμυρίων του ελληνικού λαού. Επραξα το καθήκον μου έναντι του λαού και του έθνους. Αδιαφορώ διά πάσαν δίωξιν ή κατηγορίαν. Θεωρώ αρκούσαν ηθικήν αμοιβήν την γαλήνην της συνειδήσεως και την ετυμηγορίαν της Ιστορίας».
Η δικτατορία του Θεόδωρου Πάγκαλου εντάσσεται στην αλυσίδα των αλλεπάλληλων στρατιωτικών εκτροπών και επεμβάσεων στην πολιτική ζωή του τόπου, οι οποίες εγκαινιάστηκαν με το κίνημα της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, «νομιμοποιήθηκαν» με το κίνημα στο Γουδί τον Αύγουστο του 1909 και έλαβαν χαρακτήρα πλημμυρίδας στη διάρκεια του Μεσοπολέμου. Παρά τις θετικές συνιστώσες αρκετών από τα κινήματα αυτά, δεν υπάρχει αμφιβολία πως συνιστούσαν παραβίαση του Συντάγματος, νοσηρό φαινόμενο μιας ασταθούς δημοκρατίας που χρειάστηκε να περιμένει μέχρι τη Μεταπολίτευση του 1974 για να ενηλικιωθεί.
* Ο κ. Ιάκωβος Δ. Μιχαηλίδης είναι επίκουρος καθηγητής Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας στο ΑΠΘ.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου