Εθνικές ολοκληρώσεις και διαιρέσεις στα Βαλκάνια |
Αυτές τις ημέρες συμπληρώνονται ενενήντα πέντε χρόνια από το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας, το οποίο ουσιαστικά ήταν η νομική επικύρωση της δημιουργίας του αλβανικού κράτους. Επειδή τα τελευταία χρόνια, πάλι με αφορμή αλβανικούς πληθυσμούς, δημιουργείται ένα ακόμη νέο κράτος στην Ευρώπη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ας προσπαθήσουμε να θυμηθούμε κάτω από ποιες συνθήκες το αλβανικό στοιχείο μπόρεσε να δημιουργήσει τον βασικό του πυρήνα, τον οποίο σήμερα θέλει να επεκτείνει.
Οι αγώνες των λαών στη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων δεν αποτέλεσαν μόνο στρατιωτικές αντιπαραθέσεις, αλλά και μια διπλωματική και πολιτική σκακιέρα στην οποία οι ηγεσίες των κρατών έπαιζαν παράλληλα ένα σκληρό παιχνίδι ανάλογης έντασης και δυσκολίας, με στόχο την αποκόμιση των μέγιστων δυνατών κερδών στο νέο status quo που θα αναδεικνυόταν μετά το τέλος της αναμέτρησης.
Οι επιτυχίες της Eλλάδας εκείνη την περίοδο είναι γνωστές: η έκταση της χώρας διπλασιάστηκε αφήνοντας μόνο την «εκκρεμότητα» της Μεγάλης Ιδέας για την «εθνική ολοκλήρωση».
Εκτός όμως από εμάς, ευνοημένοι από αυτές τις ανακατατάξεις ήταν και οι Αλβανοί, που από μια ακόμα εθνότητα μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία βρέθηκαν ξαφνικά με την αναγνώρισή τους ως αυτόνομη κρατική οντότητα έπειτα από τα Πρωτόκολλα της Φλωρεντίας και της Κέρκυρας. Ταυτόχρονα όμως αυτές οι υπογραφές ήταν και η αφετηρία του βορειοηπειρωτικού προβλήματος.
Η αρχή έγινε τον Απρίλιο του 1912 όταν οι αλβανικές φυλές στην ευρύτερη περιοχή του Κοσσυφοπεδίου προσπάθησαν να αξιοποιήσουν τη βαλκανική αναστάτωση επαναστατώντας ενάντια στους Οθωμανούς. Τα αλβανικά σχέδια ευνοούσε η θετική στάση της Αυστροουγγαρίας και της Ιταλίας, οι οποίες επιθυμούσαν τη δημιουργία ενός νέου κράτους στην ανατολική Βαλκανική, το οποίο θα ήταν το «παρατηρητήριό» τους στην περιοχή.
Η αλβανική εξέγερση
Στην πρώτη τους εξέγερση οι Αλβανοί ζητούσαν την ενοποίησή τους σε ένα αυτόνομο διοικητικό διαμέρισμα στο οποίο θα περιλαμβάνονταν οι περιοχές των Ιωαννίνων, της Σκόρδας, του Μοναστηρίου και του Κοσσυφοπεδίου.
Οι Τούρκοι, έχοντας χάσει πια τον έλεγχο της περιοχής και επιθυμώντας να υπάρξει ένα μουσουλμανικό ανάχωμα στις διεκδικήσεις των χριστιανικών πληθυσμών, δέχονται το αίτημα, αλλά η έναρξη του Α’ Βαλκανικού Πολέμου προλαβαίνει τους πάντες. Έχοντας πάρει πλέον τις τούρκικες εγγυήσεις, οι Αλβανοί πολεμούν σε αυτόν τον πόλεμο μαζί με τους Τούρκους εναντίον Ελλήνων, Σέρβων και Μαυροβούνιων.
Το φθινόπωρο του 1912 ο ελληνικός στρατός απελευθερώνει κατά σειρά Πρέβεζα, Φλώρινα, Καστοριά, Κορυτσά επιταχύνοντας τις εξελίξεις. Μπροστά στην τούρκικη κατάρρευση, ο Αλβανός φύλαρχος Ισμαήλ Κεμάλ, ονομαζόμενος και Ισμαήλ Μπέη Βλιώρα, προσπαθώντας να προλάβει τα ελληνικά τετελεσμένα και έχοντας πάρει πρώτα διαβεβαιώσεις στήριξης από την Ευρώπη, συγκαλεί εθνοσυνέλευση στον Αυλώνα στις 20 Νοεμβρίου, στην οποία ανακηρύσσει την αλβανική ανεξαρτησία και τον σχηματισμό προσωρινής κυβέρνησης.
Οι Αλβανοί καταλάβαιναν ότι η μονομερής αυτή ανακήρυξη δεν θα είχε καμία αξία δίχως την υποστήριξη των Μεγάλων Δυνάμεων και ότι ο ευρωπαϊκός δρόμος περνούσε μέσα από ανατολίτικες συνήθειες: μπαξίσι… Στις 22 Νοεμβρίου Αυστροουγγαρία και Ιταλία ανταποδίδουν την αλβανική «καλή διαγωγή», με την επιθετική ανακοίνωσή τους εναντίον της Ελλάδας στην οποία τόνιζαν ότι δεν έπρεπε να καταλάβει στρατιωτικά τον Αυλώνα, γιατί, όπως είχε πει ο Ελευθέριος Βενιζέλος στη Βουλή, θα υπήρχε κήρυξη πολέμου:
«Ο υπουργός Eξωτερικών της Ιταλίας δεν δίστασε να είπη ουχί άπαξ, αλλά δις προς τον αντιπρόσωπον της Ελλάδος εις την Ρώμην ότι η Ιταλία στο ζήτημα της παραλίας είναι τοσούτον ανένδοτος, ώστε να φτάνει μέχρι πολέμου κατά της Ελλάδος». Οι χώρες αυτές έβλεπαν μέσα από την κατάρρευση της αυτοκρατορίας του Σουλτάνου μια ευκαιρία να διευρύνουν τις ζώνες επιρροής τους σε νέες περιοχές.
Οι θέσεις των Δυνάμεων
Στη διάσκεψη του Λονδίνου που ακολούθησε για το θέμα ανοίχτηκαν τα χαρτιά όλων: η Αυστροουγγαρία με την Ιταλία υποστήριζαν τη δημιουργία του αλβανικού κράτους ως ένα μέσο ανάσχεσης της Σερβίας και της Ελλάδας, αλλά βασικά της ρώσικης επιρροής.
Ήταν σαφές ότι η Βιέννη είχε διαφοροποιήσει τη στρατηγική της από την περίοδο που ο υπουργός Eξωτερικών της Μπέρτχολντ δήλωνε πως η χώρα του «δεν είχε την πρόθεση να παρεμβάλει το σώμα της για να σταματήσει τη φυσική εξέλιξη των γεγονότων αν είχε σημάνει η τελευταία ώρα της Τουρκίας».
Αντιθέτως, Ρώσοι και Γάλλοι έβλεπαν θετικά τα σέρβικα αιτήματα, αντιμαχόμενοι τα αυστριακά σχέδια. Η Πετρούπολη είχε επενδύσει σημαντικά στις βαλκανικές εξεγέρσεις έχοντας απώτερο στόχο να εμποδίσει τους Αυστροούγγρους να επεκταθούν προς τα νότια και τους δυτικούς να διεισδύσουν στα πρώην οθωμανικά εδάφη. Συνεπώς οι Ρώσοι δεν ζητούσαν την πλήρη διάλυση της αυτοκρατορίας, άρα τα πράγματα έπρεπε να παραμείνουν ελεγχόμενα.
Όμως ο περιορισμός της αναμέτρησης θα είχε αρνητικές συνέπειες για το γόητρο του τσάρου στους λαούς της περιοχής και γι’ αυτό ανέθεσαν αυτό τον ρόλο στη Γαλλία, η οποία είχε παρόμοιες βλέψεις στην περιοχή. Μπροστά στον κίνδυνο κατάρρευσης της διάσκεψης, στις 3 Δεκεμβρίου οι Μεγάλες Δυνάμεις συμφωνούν στην ίδρυση ανεξάρτητου αλβανικού κράτους.
Η απελευθέρωση των Ιωαννίνων από τον ελληνικό στρατό συμπαρασύρει στην αποχώρηση του τούρκικου στρατού από την Ήπειρο, ενώ οι δυνάμεις Τούρκων και Αλβανών ηττώνται σε όλα τα πολεμικά μέτωπα των Βαλκανίων. Η προέλαση αυτή σταματά με παύση εχθροπραξιών και την υπογραφή συνθήκης ειρήνης στις 17 Μαΐου 1913. Η μεγάλη μάχη γίνεται στο παρασκήνιο, όπου τις επόμενες ημέρες θα έπρεπε να καθοριστούν τα σύνορα της υπό δημιουργία χώρας.
Η πρόταση της Ελλάδας για δημοψήφισμα απορρίπτεται αναφανδόν γιατί, με τη συντριπτική πλειονότητα του ελληνικού στοιχείου στην περιοχή, ήταν δεδομένο πως τα εδάφη θα παρέμεναν σε ελληνικά χέρια, κάτι που δεν ήταν το ζητούμενο. Η επιλογή της γλώσσας ως εθνολογικού κριτηρίου της περιοχής, που τελικά επιλέχτηκε, ήταν περισσότερο ένα τεχνητό πλαίσιο μιας προαποφασισμένης λύσης παρά σοβαρό κριτήριο διαπραγμάτευσης. Με αυτό το κριτήριο η Ελλάδα δεν θα είχε απελευθερωθεί ποτέ από τους Τούρκους γιατί πάρα πολλοί κάτοικοί της γνώριζαν τούρκικα.
Τελικά υπογράφεται το πρωτόκολλο, σύμφωνα με το οποίο η Αλβανία είναι πλέον ανεξάρτητη κληρονομική ηγεμονία υπό την εγγύηση των Μεγάλων Δυνάμεων και με βασιλιά που θα όριζαν αυτές, ενώ το εδαφικό παραπέμπεται σε διεθνή επιτροπή συνόρων. Βέβαια το «ανεξάρτητο» ήταν πολύ συζητήσιμο, αλλά οι Αλβανοί είχαν κάθε λόγο να είναι ικανοποιημένοι, ακόμα και αν το αντίτιμο της ανεξαρτησίας τους ήταν η επιβολή κυβέρνησης και ηγεμόνα που είχαν αποφασίσει άλλοι γι’ αυτούς.
Όσον αφορά το εδαφικό, η συνθήκη του Λονδίνου τον Μάιο του 1913 είχε ήδη παραχωρήσει το μεγαλύτερο μέρος του Κοσσυφοπεδίου στη Σερβία και το σημαντικότερο τμήμα της Ηπείρου στην Ελλάδα.
«Η Χιμάρα είναι ελληνική»
Προς τα τέλη του έτους, αναγορεύεται βασιλιάς της νέας χώρας ο Γουλιέλμος φον Βίιντ. Ο νέος ηγεμόνας δεν είχε ιδέα από τα ήθη της περιοχής και επόμενο ήταν να αντιμετωπίσει πολλά προβλήματα. Οι τσιφλικάδες από τη μια και οι ξένοι σύμβουλοι από την άλλη δημιουργούσαν μια αυλή αλλοπρόσαλλη με συγκρουόμενα συμφέροντα και μικροπολιτικές αντιλήψεις, και σχεδόν κανείς τους δεν ήταν διατεθειμένος να υπηρετήσει το νέο κράτος.
Στις 17 Δεκεμβρίου του 1913 μια νέα διεθνής επιτροπή καταρτίζει το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας, σύμφωνα με το οποίο στο νεόκοπο κράτος επιδικαζόταν όλη η Βόρεια Ήπειρος και η νήσος Σάσσωνα. Μέχρι εκείνη τη στιγμή μαινόταν η σύγκρουση για τον έλεγχο της Βόρειας Ηπείρου και η τύχη πόλεων όπως η Κορυτσά ήταν αμφιλεγόμενη, με τους Έλληνες να έχουν καταλάβει έναν χρόνο πριν τις περισσότερες πόλεις.
Το κλίμα εκείνου του διαστήματος που η Ελλάδα είχε τον έλεγχο της περιοχής το δείχνει παραστατικά ένας Γάλλος αρθρογράφος της εποχής: «Δεν καθόρισε η Ελλάδα τα όρια της ελληνικής Ηπείρου μέχρι την παραλία βορείως της Χιμάρας από κενοδοξία, για να διευρύνει τα σύνορά της. Είναι αδύνατον η Χιμάρα να μη γίνει ελληνική. Διότι είναι ελληνική».
Τι μεσολάβησε όμως και άλλαξαν τα πράγματα; Τον Νοέμβριο διεθνής επιτροπή περιόδευσε τη Β. Ήπειρο με σκοπό να εξακριβώσει την εθνολογική της σύνθεση. Οι Ιταλοί και οι Αυστριακοί άσκησαν μεγάλες πιέσεις προκειμένου να κατευθύνουν την τελική απόφαση και τελικά το πέτυχαν με την ανοχή των υπολοίπων Ευρωπαίων.
Επόμενο ήταν λοιπόν το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας να παραβλέψει τη δημογραφική υπεροχή του ελληνικού στοιχείου, αφού στις περισσότερες πόλεις αποτελούσαν πλειοψηφία με συνεχή παρουσία από την αρχαιότητα. Σε απογραφή των Τούρκων το 1908, οι 380.000 από τους 500.000 κατοίκους της περιοχής ήταν Έλληνες.
Ο Βενιζέλος είχε να αντιμετωπίσει από τη μία τις παλλαϊκές αντιδράσεις σε όλη τη Βόρεια Ήπειρο που αντιδρούσε σε αυτή την απόφαση, και από την άλλη τον εκβιασμό των Μεγάλων Δυνάμεων ότι, αν επέλεγε να στηρίξει τη Βόρεια Ήπειρο, θα έχανε την εκχώρηση των νησιών του βορείου Αιγαίου και των Δωδεκανήσων. Και ο ίδιος, σε μια από τις πρώτες ιστορικές και μοιραίες αποφάσεις που κλήθηκε να πάρει, αποφάσισε να αποσύρει τα ελληνικά στρατεύματα από την περιοχή παρά την κυριαρχία του ελληνικού στοιχείου εκεί.
Μόνοι οι Βορειοηπειρώτες
Οι Bορειοηπειρώτες αφέθηκαν μόνοι τους, αντιμέτωποι με ένα σκοτεινό και δυσοίωνο μέλλον. Οι παρελάσεις που γίνονταν έναν χρόνο πριν, τώρα έδιναν τη θέση τους στην απελπισία και την αβεβαιότητα. Ο ελληνικός στρατός που είχε απελευθερώσει διαδοχικά αυτές τις πόλεις, τώρα έπρεπε να ακολουθήσει οικειοθελώς την αντίστροφή πορεία.
Η απάντηση των Bορειοηπειρωτών στην αρνητική εξέλιξη ήταν ο ένοπλος αγώνας. Στο αντάρτικο, που κράτησε σχεδόν μια δεκαετία, μπορεί να μην είχαν τη βοήθεια του ελληνικού στρατού, αλλά υπήρχε συμμετοχή αξιωματικών αλλά και πολυάριθμων εθελοντών από όλη τη χώρα.
Στις αρχές Φεβρουαρίου του 1914 ξεκίνησαν από τη Χιμάρα με ηγέτη εκεί τον Σπύρο Μήλιο και γρήγορα γενικεύτηκε ο αγώνας. Διακηρύξεις ανεξαρτησίας έγιναν στις πόλεις Χιμάρα, Δέλβινο, Αργυρόκαστρο και στους Αγίους Σαράντα. Επικεφαλής τελικά αναδείχτηκε ο Γεώργιος Ζωγράφος, πρώην ΥΠΕΞ τον οποίο ο Βενιζέλος είχε τοποθετήσει νωρίτερα Γενικό Διοικητή της Ηπείρου. Ο Ζωγράφος, με τις ευλογίες και της ελληνικής κυβέρνησης, δημιούργησε μια προσωρινή κυβέρνηση στο Αργυρόκαστρο.
Η προσπάθεια αυτή έληξε αργότερα, όταν οι Ιταλοί αποβίβασαν στρατεύματα στην περιοχή, και το μόνο που κατακτήθηκε ήταν ότι ρυθμίστηκε το καθεστώς του ελληνικού πληθυσμού της περιοχής με τρόπο που δεν ικανοποίησε βεβαίως τις επιδιώξεις του. Επιπλέον, το αντάρτικο βοήθησε το Βενιζέλο να ασκήσει πιέσεις στην Ιταλία και να αποκομίσει μεγαλύτερα οφέλη σε άλλα ζητήματα, όπως το καθεστώς των νησιών.
Το τελικό χτύπημα όμως για το ζήτημα της Ηπείρου ήρθε με το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας το 1914. Με τη συνθήκη αυτή οι Bορειοηπειρώτες δεν κέρδισαν την ένωση με την Ελλάδα, αλλά τουλάχιστον κατάφεραν, αποκλειστικά με δικά τους μέσα, να εξασφαλίσουν μια αυξημένη αυτονομία στην αυτοδιοίκηση και στην εκπαίδευση. Το Πρωτόκολλο προέβλεπε τη δημιουργία δικού τους σώματος χωροφυλακής και την ελεύθερη διδασκαλία των ελληνικών στα σχολεία.
http://www.topontiki.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου