Κυριακή 19 Απριλίου 2009

Χριστός Ανέστη…

Έγιν’ αυτό, που ήθελαν…
Τον έχουν πια σταυρώσει…
Κι αισθάνονται θριαμβευτές,
Που το ’χουν κατορθώσει!

«Όλοι εσένα, βασιλιά,,
Εμείς σε καρτερούμε
Να κατεβείς απ’ το σταυρό,
Για να σε προσκυνούμε»:

Του ’λεγαν και τον χλεύαζαν…
Κι οι δυο ληστές γρικούσαν…
Και εξαιτίας του Χριστού
Κι αυτοί λογομαχούσαν.

«Εμείς καλά παθαίνομε
Έπιασε, για να λέει
Ο δεξιός, μ’ αυτός εδώ
Σε τίποτε δε φταίει»!

Κι ο αριστερός σαν χείμαρρος
Ξεχύνεται και τρέχει
Κι η γλώσσα στον κατήφορο
Σταματημό δεν έχει:

«Είπε, ωσάν τον πιάσανε,
Δείχνοντας τ’ άδεια χέρια:
«Ήρθατε, σάμπως για ληστή,
Με ξύλα και μαχαίρια»!...

Σάμπως δεν είναι ο Χριστός
Ληστής και τρομοκράτης!
Ή μήπως είναι, γιος Θεού
Και του σωστού προστάτης;

Ποιος θα μπορούσε Βαραββάς
Να συγκριθεί μαζί του;
Κι άλλη ποια επανάσταση
Θα ’φτανε τη δική του;

Κι αν σκότωσε ο Βαραββάς
Κι έχει πολλούς ληστέψει,
Την κοινωνία συθέμελα
Δεν πήγε ν’ ανατρέψει.

Κι ούτε φώναζε άφρονες
Πλούσιους νοικοκυραίους
Κι αγύρτες και υποκριτές
Τους άγιους φαρισαίους.

Αστροπελέκι ο λόγος του
Για τα συμφέροντά τους
Και πυρκαγιά, που έκαιγε
Τα άγια τα σωθικά τους.

Πλούτη και δόξες και τιμές
Τα ρίχνει στα σκουπίδια
Και απαιτεί οι άνθρωποι
Να ζούνε όλοι ίδια!…

Στους «καθωσπρέπει» ανάμεσα
Ο Χριστός δεν έχει θέση!
Γι’ αυτό κι’ οι άρχοντες σωστά
Τον βγάλαν απ’ τη μέση...

Και ζήτησαν, γι’ αυτό, σωστά
Ο Βαραββάς να πάρει,
Αυτός, αντί για το Χριστό,
Απ’ τον Πιλάτο χάρη»!...

Και του Χριστού εχλεύαζε
Την άδεια δύναμή του,
Που άλλων έσωσε ζωές
Κι έχανε τη δική του:

«Πού πήγε τώρα, του ’λεγε
Η θεία δύναμή σου;
Σώσε μας όλους, αν μπορείς
Και πρώτα τη ζωή σου!

Όσοι ανασταίνουνε νεκρούς
Και υγιαίνουν παραλύτους,
Μπρος στο δικό τους θάνατο
Δείχνουν τη δύναμή τους…».

Έλεγε τέτοια. Κι ο δεξιός
Δε λέει να σταματήσει,
Παρακαλώντας το Χριστό
Να μην τον λησμονήσει…

-«Ληστή, αλήθεια σου μιλώ,
Δεν είν’ καιρός γι’ αστεία:
Σήμερα, του ’πε, κάνουμε
Την πιο τρανή ληστεία!

Άντε συ στον παράδεισο…
Κι εγώ θα πάω στον Άδη
να λευτερώσω από κει
των δίκαιων το κοπάδι…».

Πήγε. Κι εκεί το Σατανά
Έδεσε στα δεσμά του
Και άσπλαχνα ξερίζωσε
Τα σπλάχνα του θανάτου.

Λευτέρωσε απ’ τα δεσμά
Του Άδη τους δεσμώτες
Και του Παράδεισου άνοιξε
Τις πύρινες τις πόρτες.

Τα ’χασε και ο Βαπτιστής
σαν έβλεπε πορτιέρη
Του Παραδείσου, έναν ληστή,
Με τα κλειδιά στο χέρι:

«Κύριε, πώς, δίνεις σε ληστή
Κλειδιά του παραδείσου
Και γκρέμισες αρχιερείς
Στα βάθη της αβύσσου»;

-«Γιατί κι εκείνοι τα κλειδιά
Κρύψαν της Βασιλείας
Κι αθώους γκρέμισαν πολλούς
Σ’ αβύσσους δυστυχίας.

Όταν με τόσα θαύματα,
Τόση διδασκαλία,
Οι μαθητές μου ζήταγαν
Πλούτη και μεγαλεία
Κι όλα αυτά που οι άρχοντες

Ζητούνε τα γελοία
Ο ληστής μες στην ταπείνωση
Και εξουθένωσή μου
Στη βασιλεία πίστεψε
Και στην ανάστασή μου!…

Κι έλεγε και ξανάλεγε:
«Κύριε μνήσθητί μου»!
Καθώς οι εχθροί πριόνιζαν
Το δέντρο της ζωής μου...

Κι ως ψάλλανε το ωσαννά
Στον πάτρωνά τους Σατανά
Και με σταυρώνανε, θυσία
Στον αδηφάγο μαμωνά…

Μα φεύγω τώρα, Βαπτιστή μου,
Γιατί επέστη ο καιρός
κι οι ζωντανοί να δούνε πλέον
Ότι ΑΝΕΣΤΗ ΧΡΙΣΤΟΣ!

Παπα-Ηλίας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου