Tου Χαριδημου Κ. Τσουκα* Επειτα από τρεις μήνες διακυβέρνησης, είναι πλέον εμφανής η δυσκολία του πρωθυπουργού να πάρει γρήγορες, συνεπείς και στρατηγικά σχεδιασμένες αποφάσεις, ιδιαίτερα στην οικονομία. Δεν εκπλήσσει. Θέλει από τη μια να είναι συνεπής με όσα «φιλολαϊκά» μέτρα αφρόνως εξήγγειλε προεκλογικά, αλλά από την άλλη πιέζεται από την αμείλικτη οικονομική πραγματικότητα Αποτέλεσμα; Βραδύτητα, παλινωδίες, αντιφάσεις. Ετοιμάζει πρόγραμμα περικοπών στις δημόσιες δαπάνες, αλλά συναινεί στην πανάκριβη εθελουσία έξοδο των λιμενεργατών του Πειραιά· παγώνει τους «υψηλούς» μισθούς στο Δημόσιο, αλλά αρνείται να περικόψει τα σκανδαλώδη προνόμια των υπαλλήλων της Βουλής· θέλει να μαζέψει φόρους, αλλά σπέρνει τη σύγχυση. Λαϊκισμός και υπευθυνότητα δύσκολα συμβιβάζονται. Υποτίθεται ότι το καινούργιο στοιχείο που κομίζει στον δημόσιο βίο ο πρωθυπουργός είναι η ανοιχτή διακυβέρνηση: η διαβούλευση και η αλλαγή του τρόπου στελέχωσης του κράτους με την υποβολή βιογραφικών. Καινούργια ιδέα πράγματι είναι, αλλά δεν συνιστά «επανάσταση» –αλλαγή υποδείγματος– όπως ο ίδιος δήλωσε· είναι μια νέα κίνηση στο υπάρχον παιχνίδι. Αλλαγή υποδείγματος θα συνιστούσε η ανατροπή, όχι η ανακαίνιση, βαθιών ελλαδικών δομών, όπως είναι η χρόνια πολιτικοποίηση του κράτους. Η πραγματική τομή λ.χ. θα ήταν η δημιουργία μιας πολιτικά ανεξάρτητης ελίτ στη δημόσια διοίκηση. Ο Παπανδρέου δεν επέλεξε τους άριστους έναντι των αρεστών για να στελεχώσουν τα υπουργεία, αλλά, στην καλύτερη περίπτωση, τους άριστους μεταξύ των αρεστών. Θα διόριζε ποτέ ο πρωθυπουργός της Σουηδίας επικεφαλής της υπηρεσίας δίωξης οικονομικού εγκλήματος ένα συνδικαλιστή του κόμματός του; Ο Παπανδρέου Γ΄ είναι ένας αμλετικός χαρακτήρας: διαπερνάται από αμφιβολίες που μειώνουν την αποφασιστικότητα της δράσης του. Το βλέπει κανείς και στη γλώσσα του σώματός του – αποπνέει αβεβαιότητα και προσωρινότητα. Ξέρει πώς θα 'θελε να είναι η Ελλάδα («η Δανία του Νότου»), έχει τα σωστά φιλελεύθερα - κοινωνιστικά ένστικτα, αλλά δεν γνωρίζει πώς να τα μεταποιήσει σε βιώσιμες στρατηγικές αλλαγής, γι' αυτό και εξαντλείται σε γενικότητες. Μεγάλωσε σε μια προβεβλημένη πολιτική οικογένεια, κύριο γνώρισμα της οποίας ήταν η «φιλολαϊκότητα» –να είναι αρεστοί στο «λαό»– γι' αυτό και δυσκολεύεται να πάρει τις σκληρές αποφάσεις που το κυβερνάν αναπόφευκτα επιβάλλει. Οι Παπανδρέου έμαθαν να υπόσχονται, να παρέχουν στους «μη προνομιούχους», όχι να τους δυσαρεστούν. Ο πρωθυπουργός δεν διαθέτει βιωματική γνώση των προβλημάτων, βλέπει την Ελλάδα με την οπτική γωνία ενός «φιλέλληνα» που εκπλήσσεται με την αθλιότητα της χώρας, αλλά δεν γνωρίζει βαθιά, σωματικά, τον ψυχισμό της, τις φοβίες της, τους ιστορικούς εθισμούς της, κι αυτό φαίνεται στον άνευρο λόγο του. Αναπληρώνει την ελλιπή γνώση του ελλαδικού πλαισίου με γενικόλογες διακηρύξεις και δάνεια ιδεολογήματα («διαβούλευση», «συμμετοχή»). Ο κ. Παπανδρέου έγινε πολιτικός επειδή γεννήθηκε σε πολιτική οικογένεια, η καρδιά του όμως είναι αλλού. Πριν από κάμποσα χρόνια, σε μια στιγμή αυθεντικότητας, εξέφρασε σε συνέντευξή του την επιθυμία ότι, αν δεν ήταν πολιτικός, θα ήθελε να ηγείται μιας Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης. Ο κ. Παπανδρέου δεν έχει νοοτροπία κυβερνήτη, αλλά επικεφαλής think tank, περιβαλλοντικής ή φιλανθρωπικής οργάνωσης – ανθρώπου, δηλαδή, που δεν τον έλκει τόσο η εκτελεστική όσο η συμβολική εξουσία. Γι' αυτό του πάει ο ρόλος του προέδρου της Σοσιαλιστικής Διεθνούς, όπως θα του ταίριαζε ο ρόλος του Γραμματέα του ΟΗΕ ή της Διεθνούς Αμνηστίας. Ο ενδιάθετος κοσμοπολιτισμός του και μια αμερικανικής προελεύσεως σωτηριολογική προδιάθεση τον ωθούν να ασχολείται ενεργά με τα διεθνή κοινά. Με την εγχώρια πολιτική πλήττει, πιθανόν επειδή θα πρέπει να ασχοληθεί και με τη «λάντζα», όχι μόνο με υψιπετείς σκοπούς· ίσως θεωρεί τα δημόσια ήθη πολύ πρωτόγονα για τη δική του «εκλεπτυσμένη» νοοτροπία (περίπτωση Ρατζίβ Γκάντι). Σε κάθε περίπτωση, δίνει την εντύπωση ανθρώπου που παρατηρεί αλλά δεν μετέχει. Είναι πειστικός όταν μιλάει για θέματα μειονοτήτων και μεταναστών (για τα οποία έχει προσωπική εμπειρία και ευαισθησία). Οι καλύτερες στιγμές του είναι όταν ενεργεί ως υπουργός Εξωτερικών – ένας ρόλος που εμπεριέχει λιγότερο την άσκηση εκτελεστικής εξουσίας και περισσότερο τη διαβούλευση. Οπως προσφυώς ελέχθη, ο Παπανδρέου είναι ένας υπουργός Εξωτερικών με αρμοδιότητες πρωθυπουργού. Ουσιαστικά είναι ένας do-gooder που αισθάνεται άβολα με συγκρούσεις. Η περιλάλητη «διαβούλευση» είναι ένας εύσχημος τρόπος να μην αποφασίζει. Εκπλήσσονται μερικοί με τις κυβερνητικές «αρρυθμίες» και τον ανεπαρκή συντονισμό. Κακώς. Είχαμε αρκετά δείγματα γραφής από τον πρωθυπουργό με την ιδιότητά του ως προέδρου του ΠΑΣΟΚ. Η παροιμιώδης χαλαρότητα του κόμματος, τα διαρκώς ανανεούμενα όργανα, η μεταβλητή γεωμετρία των ανθρώπων που τον περιβάλλουν και η απουσία πολιτικών ανακλαστικών ήταν ήδη γνωστά. Γιατί να κάνει κάτι διαφορετικό ως πρωθυπουργός; Οι αρρυθμίες σύντομα θα εξελιχθούν σε εμφράγματα. Οσοι περίμεναν ο νέος πρωθυπουργός όχι μόνο να γυρίσει σελίδα, αλλά να αλλάξει βιβλίο, πιθανότατα θα απογοητευθούν. Οι βαθιές δομές που καθηλώνουν τη χώρα είναι αμφίβολο αν θα αλλάξουν. Αλλαγές θα γίνουν, αλλά θα είναι ασύνδετες και περιπτωσιακές. Νέοι θεσμοί πιθανόν να δημιουργηθούν, αλλά οι υπάρχοντες είναι λιγότερο πιθανό να μεταρρυθμιστούν σοβαρά. Κάτι τέτοιο θα απαιτούσε ρήξη με τον κομματισμό, τον κρατισμό, την πολιτική πόλωση, τον λαϊκισμό, τον κομματικό καιροσκοπισμό – ρήξη, δηλαδή, με όσα συνέχουν το σημερινό πολιτικό σύστημα, ένα νέο παιχνίδι. Η χώρα χρειάζεται επειγόντως έναν Ελευθέριο Βενιζέλο, αλλά επιλέγει πολιτικές μετριότητες. Φυσικά το πληρώνει – κυριολεκτικά! *Ο Χαρίδημος Κ. Τσούκας (htsoukas@gmail.com) είναι καθηγητής στα Πανεπιστήμια Κύπρου και Warwick. |
Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2010
Ο κούκος που δεν θα φέρει την άνοιξη
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου