Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2009

20091110 Η ΚΡΙΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΜΟΛΙΣ ΑΡΧΙΣΕ

Η ΚΡΙΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΜΟΛΙΣ ΑΡΧΙΣΕ

ΜΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

Φαντάζομαι οι λιγότερο ειδικοί περί τα οικονομικά θα εκπλαγούν στην είδηση, ότι η «μικρά πλήν τιμία Ελλάς» συγκαταλλέγεται σε ότι αφορά τον δείκτη του κατά κεφαλήν εισοδήματος λίγο πάνω από τον αντίστοιχο δείκτη της Ιταλίας και λίγο κάτω του αντίστοιχου Γαλλικού. Κι’ όμως είναι αληθές. Πανίσχυρες δυτικοευρωπαϊκές οικονομίες όπως της Ιταλίας  και της Γαλλίας, με εξαιρετική κρατική διοικητική διάρθρωση και βαριά βιομηχανική παραγωγή κατορθώνουν να «προσφέρουν» στους πολίτες τους, μέσο όρο εισοδήματος περίπου ίσο με αυτόν του ανύπαρκτου ελληνικού κρατιδίου των Αθηνών.

Η αντίφαση κραυγαλέα, χωρίς να παραγνωρίζει βεβαίως κανείς ότι ο δείκτης του κατά κεφαλήν εισοδήματος δεν αντικατοπτρίζει και τον τρόπο κατανομής του εθνικού εισοδήματος μεταξύ των πλουσιότερων και των ασθενέστερων κοινωνικών ομάδων και ατόμων. Εν τούτοις, παραμένει ανερμήνευτο το γεγονός πως μία χώρα που δεν παράγει επί της ουσίας τίποτα, απολαμβάνει κατά κεφαλήν εισόδημα υψηλότερο ανεπτυγμένων χωρών. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι εισαγωγές της Ελλάδας, ανέρχονται σε 60 δις ευρώ έναντι εξαγωγών που μόλις μετά βίας θα πλησιάσουν φέτος τα 16 δις ευρώ. Είναι προφανές δηλαδή, ότι καταναλώνουμε 3 και πλέον φορές παραπάνω από ότι παράγουμε. Επισημαίνω το προφανές, απο την βιωματική εμπειρία ενός εκάστου των πολιτών, ότι το γεγονός αυτό δεν σημαίνει ότι όλοι καταναλώνουμε 3 φορές περισσότερο απ’ ότι παράγουμε, μιας και υπάρχουν κάποιοι που καταναλώνουν ας πούμε 1000 φορές περισσότερο απ’ ότι «παράγουν», ενώ κάποιοι δύσμοιροι συμπολίτες μας καταναλώνουν πολύ λιγότερο απ’ ότι οι ίδιοι παράγουν.

Το έλλειμα που διαμορφώνει αυτή η αντίφαση μεταξύ παραγωγής-κατανάλωσης καλύπτεται κατά βάσιν απο το ναυτιλιακό συνάλλαγμα, τις εισροές από την τουριστική δήθεν «βιομηχανία», τους κοινοτικούς πόρους και στο μεγαλύτερο μέρος από τον δανεισμό.

Πρόκειται για μια ουσιαστικά παρασιτική οικονομία. Γι’ αυτό και όλες οι οικονομικές, αναπτυξιακές και κοινωνικές δομές διακατέχονται από τα ίδια παρασιτικά χαρακτηριστικά. Δημόσιοι λειτουργοί -από τα ανώτερα κυβερνητικά επίπεδα μέχρι αυτό του κλητήρα- παρασιτούν σε βάρος του κρατικού κορβανά, πολιτικοί παρασιτούν σε βάρος των ψηφοφόρων τους, επιχειρήσεις υπό την μορφή ολιγοπωλείων και καρτέλ παρασιτούν σε βάρος των καταναλωτών και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων με τις οποίες συναλλάσονται, μικρομεσαίες επιχειρήσεις παρασιτούν σε βάρος των εργαζομένων τους ή της οικογενειακής τους περιουσίας, τράπεζες παρασιτούν σε βάρος των μικρών ή μεσαίων πελατών τους, διαχειριστές πολυκατοικιών παρασιτούν σε βάρος των ενοίκων, εκκλησιαστικές ενορίες παρασιτούν σε βάρος του θρησκευόμενου ποιμνίου τους, ανώτατοι πανεπιστημιακοί σε αγαστή σύμπνοια με εκατοντάδες συμβούλους παρασιτούν σε βάρος των κοινοτικών κονδυλίων, αγρότες παρασιτούν σε βάρος επιχορηγήσεων αναδιάρθρωσης των καλλιεργιών, μεσάζοντες παρασιτούν σε βάρος των αγροτών, τουριστικοί επιχειρηματίας παρασιτούν σε βάρος των πελατών, ένοπλες δυνάμεις παρασιτούν αργόσχολες σε βάρος του λαού, πανεπιστημιακοί ιστορικοί  παρασιτούν σε βάρος της ιστορίας, δημοσιογράφοι παρασιτούν σε βάρος της αλήθειας, δάσκαλοι παρασιτούν σε βάρος των μαθητών τους, εργαζόμενοι παρασιτούν σε βάρος των εργοδοτών τους, γιατροί σε βάρος των ασθενών τους, καλλιτέχνες παρασιτούν σε βάρος της τέχνης και υπέρ της αποχαύνωσης και τέλος -αν όχι πρώτο- κομψευόμενοι νεαροί και νεαρές παρασιτούν σε βάρος των γονιών τους αν όχι και των παππούδων τους για ένα καινούργιο σινιέ κινητό κι ένα cabrio. Το αστείο είναι ότι στην παρασιτική αυτή σκυταλοδρομία εντάχθησαν πρόσφατα και οι πρώην οικονομικοί μετανάστες που συνεπικουρούμενοι από το παρασιτικό δικανικό σύστημα της χώρας (δικολάβοι, παραδικαστικά κυκλώματα κ.λπ.) αλλά και το εθνομηδενιστικό κύμα των κυρίαρχων ελίτ, πέρασαν στην αντεπίθεση ζητώντας πίσω -με τον ίδιο παρασιτικό τρόπο- το βάρος που έφεραν στην πρώτη φάση ένταξης τους στο εργατικό δυναμικό της χώρας.

Πολύ απλά και όπως διδάσκει ο παππούς Μάρξ, μια παρασιτική οικονομία διαμόρφωσε και ένα παρασιτικό επικοδόμημα.

Σ’ αυτό το μοντέλο παρασιτικής «ανάπτυξης» όπως διαμορφώθηκε στα μεταπολιτευτικά χρόνια, η βιομηχανική παραγωγή αποδιαρθρώθηκε, η αγροτική παραγωγή δεν απέφυγε τη «λούμπα» της μονοκαλλιέργειας, η κτηνοτροφία διαλύθηκε από τα καρτέλ, η τουριστική «ανάπτυξη» πήρε τα χαρακτηριστικά της μεγάλης απρόσωπης κλίμακας και μάλιστα με χαμηλό επίπεδο υπηρεσιών, συχνά έρμαιο των εκάστοτε «ταξιδιωτικών οδηγιών», το τραπεζικό σύστημα «φιλοδώρησε» στο υποζύγιο των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και των καταναλωτών δυσβάστακτα επιτόκια που καθιστούσαν το κόστος χρήματος ανασταλτικό παράγοντα στο κυνήγι της διεθνούς ανταγωνιστικότητας, τα τραίνα των νέων τεχνολογιών και της καινοτομίας «περνούσαν» ξανά και ξανά και οι μοναδικοί επιβάτες ήταν οι ίδιοι και ίδιοι «λαδωμένοι ποντικοί» και η ναυτιλία ανέπνεε και γιατί βρισκόταν εκτός της ελληνικής θολούρας, αλλά και γιατί η Κίνα ήθελε να εξάγει την τεράστια παραγωγή της.

Στο κοινωνικό πεδίο, είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι το συνδικαλιστικό κίνημα, το οικολογικό κίνημα, το συνεταιριστικο κίνημα, το φοιτητικό αλλά και το γυναικείο κίνημα, όπως και κάθε μορφή κινήματος ακολούθησε την δική του παρασιτική διαδρομή. Ακόμη και η τοπική αυτοδιοίκηση, πρωταρχικός πυρήνας τοπικής ανάπτυξης εγλωβίστηκε σε παρασιτικές ατραπούς και αυτοαναιρέθηκε ακόμη και στη συνείδηση των πολιτών. «Τα παράπονα σου στον Δήμαρχο» δεν υφίσταται πλέον ως κλασσικό μότο της ελλειματικής περιφερειακής ανάπτυξης της χώρας. Απόδειξη, η γιγάντωση του Αθηναϊκού κρατιδίου και η ερημοποίηση της υπαίθρου χώρας.

Είναι εντυπωσιακή η διαπίστωση ότι από τους πάλαι ποτέ πυλώνες της δημοκρατίας, όπως αυτοί διακηρύχθηκαν από τον ιδρυτή του ΠΑ.ΣΟ.Κ., Ανδρέα Παπανδρέου πριν από 30 περίπου χρόνια, ουδείς ευοδώθηκε. Το κοινοβούλιο εξαντλήθηκε σε υπάκουο εκτελεστικό όργανο ανεξέλεγκτων πρωθυπουργίσκων, η δημοκρατική αποκέντρωση δεν υπήρξε ούτε δημοκρατική ούτε αποκέντρωση, δεν κατορθώθηκε ούτε καν η αποσυγκέντρωση των δημοκρατιών της Δύσης, το συνδικαλιστικό κίνημα μετεξελίχθηκε σε προθάλαμο πολιτικής ανέλιξης των στελεχών του, το συνεταιριστικό κίνημα εξαϋλώθηκε κυριολεκτικά μέσα σε οσμές σκανδάλων, καμμένων λάστιχων και «ετσιθελικών» απαιτήσεων ραχάτικης ευζωίας και το ίδιο το σοσιαλιστικό κίνημα μέσα απο τον ανελέητο σημιτικό εκσυγχρονισμό έμοιαζε να χάνει ακόμη και τη στοιχειώδη βάση ηθικής νομιμοποίησης του «πετώντας στα σκουπίδια» την κοινωνιοκεντρική προτεραιότητα του, «βγάζοντας βρώμα η ιστορία ότι ξοφλήσαμε», εν’ όσο πάλαι ποτέ «μαοϊκοί» κατήγοροι «ιμπεριαλιστών» και «σοσιαλιμπεριαλιστών» πλατσούριζαν στα διαπλεκόμενα λασπόνερα του super paradise της Μυκόνου.

Όμως το εντυπωσιακότερο όλων είναι η απόλυτη σχεδόν αποστασιοποίηση των κυρίαρχων παρασιτικών ελίτ από το καθολικό λαϊκό  πρόταγμα  της εθνικής ανεξαρτησίας, έτσι όπως τουλάχιστον η αριστερά στη χώρα το έθετε σταθερά από τον αγώνα της εθνικής αντίστασης. Η αποδόμηση του έθνους συνοδεύτηκε από έναν υπαρξιακό και αξιακό μηδενισμό πρωτοφανή για την ελληνική πραγματικότητα. Δεκάδες κονδυλοφόροι, πανεπιστημιακοί, μη κυβερνητικές οργανώσεις, δημοσιογράφοι και εκδοτικά συγκροτήματα εργολάβων, όλοι καλοπληρωμένα μέλη μιας «προοδευτικής» ελίτ,   αποδώθηκαν σε έναν λυσαλέο αγώνα να απαξιώσουν κάθε νόημα εθνικής ταυτότητας, κάθε νόημα ελληνικής συλλογικής συνύπαρξης και πράξης,  ταυτίζοντας τον εθνισμό με τον εθνικισμό, γελοιοποιώντας και αφορίζοντας ως φασιστικό κάθε στοιχείο παράδοσης και πίστης του λαού μας , κάθε συνεκτικό στοιχείο της κοινωνίας μας, αφού δεν ήταν μονδέρνο και εκσυγχρονιστικό. Η ίδια η Ιστορία είδε με έκπληξη την μεγάλη αφήγηση των πατεράδων μας, να ξαναγράφεται στρογγυλεμένη και υποτακτική προς τους θύτες των παπούδων μας. Το επιστημονικά καινοφανές ότι το ελληνικό έθνος είναι δημιούργημα του ελληνικού κράτους και όχι το αντίθετο, ήρθε στο προσκήνιο με απαιτήσεις αλάθητης αυθεντίας, κάνοντας είμαι βέβαιος των Φαλμεράιερ να αναγαλιάζει απο ενθουσιασμό και τον Άρη Βελουχιώτη να αυτοκτονεί κατ’ επανάληψιν, ξανά και ξανά, δίπλα στους νέους αυτόχειρες Καραϊσκάκη, Παπαρηγόπουλο, Ψυρούκη και λοιπούς νεκρούς «εθνικιστές και ελληνάρες».

Ταυτόχρονα με την αποδόμηση και τον ελληνικό εθνομηδενισμό, ταυτόχρονα με την οξύτατη καταγγελία κάθε προσπάθειας αντίστασης απέναντι στον παγκοσμιοποιητικό χυλό, η παρασιτική ελίτ των διανοουμένων δεν άφησε «πικραμένο για πικραμένο» εντός της ελληνικής επικράτειας ή εκτός αυτής προς τον οποίο να μην προστρέξει υποστηρίζοντας με πάθος τα εθνοτικά, μειωνοτικά, ατομικά, σεξουαλικά κ.λπ. δικαιώματα του. Ωσαν να πρόκειται για την απόλυτη αναστροφή του γνωστού ρητού «το έθνος οφειλει να θεωρεί αληθές ό,τι είναι εθνικό, εξαιρουμένου του ελληνικού έθνους».  Η επίκληση των δικαιωμάτων ακόμη και μιας ελάχιστης και ασήμαντης μειοψηφίας, απαιτείται να έχει καθολική ισχύ καταδίκης σε σιωπή όλων των υπολοίπων. Απαιτείται να έχει καθολική ισχύ ακόμη και εάν το αντίτιμο είναι η υπαρξιακή καταδίκη του συνόλου ελληνικού έθνους.

Απαιτείται παραδείγματος χάριν η άρση των συνεπειών του μακεδονικού αγώνα, προκειμένου να ικανοποιηθούν οι εγωκεντρικές απαιτήσεις μιας σέχτας ανοήτων που διεκδικούν να αυτοπροσδιορίζονται ως «μακεδονική μειονότητα» και ας είναι εμφανέστατο ότι μείζονες και ευρύτερες γεωστρατηγικές σκοπιμότητες είναι οι αληθείς υποκινητές των δικαιωματικών τους διεκδικήσεων. Απαιτείται επίσης από την ίδια παρασιτική ελίτ η φιλική αποδοχή των απροκάλυπτων διεκδικήσεων της νεοωθωμανικής Τουρκίας, απαιτείται η οικοδόμηση εμπιστοσύνης εν όσω η χώρα ευρίσκεται υπο καθεστώς casus beli εαν θελήσει να ασκήσει τα κυριαρχικά της δικαιώματα –τα οποία δεν ασκεί και ουδείς εκ των οπαδών της θρησκείας των δικαιωμάτων διαμαρτύρεται-, απαιτείται ειρηνική αποδοχή της νομιμοποίησης της κατοχής της μισής Κύπρου και παραχώρηση κυριαρχικού δικαιώματος στην υπόλοιπη μισή με τα διάφορα σχέδια Ανάν, απαιτείται συμβιβαστική ανοχή της στρατηγικής αξιοποίησης της μεινότητας στη δυτική Θράκη προκειμένου να «κοσοβοποιηθεί» με πρώτη ευκαιρία. Απαιτείται εν τέλει εθνική συναίνεση στην άρση των συνεπειών της επανάστασης του 1821.  Απαιτείται, δηλαδή, καθετηριακή αναρρόφηση του αίματος γενεών και γενεών.

Όμως, για την ελληνική αριστερά, όπως όχι τυχαία και για την αριστερά των πατριωτικών απελευθερωτικών κινημάτων της Λατινικής Αμερικής, τα προαπαιτούμενα της οικονομικής ανάπτυξης, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της εθνικής ανεξαρτησίας ήταν και είναι αδιάσπαστα συνδεδεμένα. Τίποτα απο τα τρία προτάγματα δεν μπορεί να πάρει σάρκα και οστά αν δεν υλοποιηθούν και τα άλλα δύο. Και μάλιστα σε απόλυτη προτεραιότητα και τα τρία. Όσο και σε όποιο βαθμό «κουτσαίνει» ένα, αντίστοιχα θα καρκινοβατούν και τα άλλα δύο.                         

Το αβίαστο συμπέρασμα είναι ότι σήμερα στη χώρα, τόσο σε επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης, όσο σε επίπεδο κοινωνικής δικαιοσύνης, όσο και σε επίπεδο εθνικής ανεξαρτησίας, ο παρασιτισμός έχει διαρρήξει ολοκληρωτικά τους συνεκτικούς ιστούς της ελληνικής κοινωνίας. Γι’ αυτό είμαστε σε βαθιά και πολυεπίπεδη κρίση. Κρίση που αγγίζει το ψυχαναλυτικό πεδίο της υπαρξιακής παραίτησης, ενός εσωτερικού υπαρξιακού μηδενισμού που διαλύει τον έλληνα άνθρωπο και τον οδηγεί στα ψυχοφάρμακα, στις ψυχοτρόπες ουσίες, στην αποβλάκωση της τηλεόρασης ή στην εργασιοθεραπεία και τον ηδονιστικό σεξισμό, στην τυφλή αντικοινωνικότητα και την κυνική αδιαφορία, καταλήγωντας στην ψυχική αποστασιοποίηση απ’ ότι συμβαίνει γύρω του και την ολόπλευρη αλλοτρίωση.   

Αυτή η συνολική πραγματικότητα, μπορεί να αιτιολογήσει το γιατί ο οπωσδήποτε ανθελληνικός διεθνής οίκος αξιολογήσεων Moodies προβλέπει –και είναι η πρώτη φορά- για την ελληνική οικονομία 10ετή ύφεση, δηλαδή αρνητικό ρυθμό ανάπτυξης. Αναμφίβολα ανθελληνικός ο οίκος, αλλά δυστυχώς εύστοχη η πρόβλεψη. Και αντιλαμβάνεται κανείς τι θα σημάνουν τέτοιες αξιολογήσεις για το spread που θα αντιμετωπίζουν τα ελληνικά ομόλογα στην διεθνή χρηματιστηριακή αγορά.

Μπαίνουμε λοιπόν σε μια βαθιά κρίση που μόλις τώρα άρχισε. Ακριβώς τώρα που στον υπόλοιπο κόσμο εμφανίζονται σημάδια ανάκαμψης. Ακριβώς τώρα που η Κίνα «ξανατρέχει» με ρυθμό ανάπτυξης 8%, η Ινδία με 14%, η Βραζιλία εντάσσεται στο group των ισχυρών, η Ρωσία επανακάμπτει στο διεθνές παιχνίδι με νέα οικονομική, γεωστρατηγική αλλά και ιδεολογική ισχύ, η Ε.Ε. εγκλωβίζεται στις ρήτρες της συνθήκης του Μάαστριχτ και η Τουρκία ανακοινώνει δια χειλών Νταβούτογλου από το Σεράγεβο (και δεν είναι καθόλου τυχαίο αυτό) την νέα Οθωμανική αυτοκρατορία της.     

Μπαίνουμε σε βαθιά κρίση με τους μηχανισμούς αντίστασης σε παρασιτική έξαρση. Έτσι, εν όσω οι παρασιτικές ελίτ θα διεκδικούν όλο και μεγαλύτερο μερίδιο απο το τίποτα που παράγει η χώρα, οι πόροι απο την ναυτιλία θα περιορίζονται καθώς η Κίνα θα διεκδικεί αύξηση της εσωτερικής της κατανάλωσης και θα περιορίζει τις εξαγωγές, άρα και τις μεταφορές των εμπορευμάτων της. Αντίστοιχα το ισχυρό ευρώ, θα καθιστά τους ελληνικούς τουριστικούς προορισμούς  όλο και λιγότερο ανταγωνιστικούς. Η γεωργική παραγωγή που έχει ήδη κατέλθει στο 3% από 17% πριν απο μερικά χρόνια, θα μας οδηγεί όλο και πιο πολύ στην ανάγκη να δανειστούμε για να εισάγουμε βασικά είδη διατροφής.

Η χρόνια ύφεση θα εκτινάξει την ανεργία σε απίστευτα μεγέθη, δίχως τη δυνατότητα του δημόσιου τομέα να κάνει επενδύσεις ή να απορροφήσει την υπερβάλλουσα προσφορά εργασίας, εξ’ αιτίας του υπέρογκου χρέους. Οι ιδιωτικές επενδύσεις δεν θα έχουν λόγο να υπαρξουν σε μια χώρα, που δεν έχει αγορά, δεν έχει δημόσια διοίκηση, έχει συνδικάτα που μόνον διεκδικούν και γενικά οι πολίτες αρνούνται να υπάρξουν δημιουργικά. Τα παρασιτικά χαρακτηριστικά καθώς η ύφεση θα γιγαντώνεται θα πάρουν άγρια συγκρουσιακή διάσταση, με τεράστιες επιπτώσεις στην αναγκαία στοιχειώδη κοινωνική λειτουργικότητα. Ταυτόχρονα το μεταναστευτικό κύμα θα μοιάζει όλο και πιο δύσκολο να ενταχθεί σε μια κοινωνία που δεν θα ανέχεται ούτε τον εαυτό της. Θα είναι ένα τσουνάμι σε μια ταραγμένη θάλασσα.

Εν τούτοις, κάτω από το παρασιτικό, αντεθνικό, αντιαναπτυξιακό και κυριολεκτικά συντηρητικό οχετό, επιμένω να πιστεύω ότι διέρχονται ακόμη οι ζωωγόνοι χυμοί μιας νέας αντιπαρασιτικής εθνικής δημιουργικότητας. Ότι είναι ιιδεολογικά πλειοψηφικό στις παρασιτικές πολιτικές ελίτ, είναι μειοψηφικό στη συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας. Είναι χαρακτηριστικό πως όλες οι μεγαλοεφημερίδες με τους περισπούδαχτους  κονδυλοφόρους του παρασιτισμού και του μηδενισμού, όταν θέλουν να πουλήσουν, όταν θέλουν δηλαδή να απευθυνθούν σε ευρύτερα πλειοψηφικά στρώματα της κοινωνίας, διαθέτουν -ιιδιαίτερα τον τελευταίο καιρό- ως δώρα με τις φυλάδες τους, έργα όπως η Ιστορία του Παπαρηγόπουλου, η Ιστορία του Πόντου, το Άξιον Εστί, ο Ελ Γκρέκο κ.λπ. και όχι τις «ιστοριούλες» των πανεπιστημιακών που αρθρογραφούν στο εσωτερικό τους. Είναι δηλαδή φανερό πως σοβαρά πατριωτικά αριστερά ρεύματα διαπερνούν το σύνολο των πολιτικών σχηματισμών και δεν εξαντλούνται στην «καρατζαφερική» προσέγγιση του ΛΑ.Ο.Σ, το οποίο αύξησε περισσότερο απο οπουδήποτε αλλού τα ποσοστά του στις πλούσιες περιοχές των Β.Π. της Αθήνας. Είναι ακόμη χαρακτηριστικό πως στο ακριτικό Νομό της Φλώρινας είχε την μικρότερη αύξηση, όταν εκεί ακριβώς η αποχή έφτασε στο 50%. Εκεί όπου η εθνική συνείδηση απαιτεί όχι λόγια αλλά συγκεκριμένες δράσεις, εκεί ακριβώς στη μεθόριο, η πατριωτική συνείδηση δεν βρίσκει κατά 50% πολιτική έκφραση και απέχει.

Από το σύνολο της παραπάνω ανάλυσης, δεν θα ήταν άστοχο να προβλέψουμε μια εκ των έσω και κατ΄ αρχήν λανθάνουσα εθνική και κοινωνική ανάταση που θα ζητήσει επίμονα στα επόμενα 3-4 χρόνια τη πολιτική εκπροσώπηση και την κατάργηση του παρασιτικού οικοδομήματος. Τα προτάγματα της Εθνικής Ανεξαρτησίας,  Κοινωνικής Δικαιοσύνης, Δημοκρατικής Αποκέντρωσης και Οικονομικής Ανάπτυξης με έναν Νέο Παραγωγικό Οδικό Χάρτη της χώρας, θα επανέλθουν αναγκαστικά και όλα μαζί σε προτεραιότητα. Ήδη διαφαίνεται ότι η κρίση του παρασιτισμού πλήττει τη δεξιά παράταξη του πολιτικού συστήματος και μέρος αυτής όπως εκφράζεται από τον Αντώνη Σαμαρά τείνει να αντιλαμβάνεται έστω δειλά την αυγή που οι πολίτες «θα τους πάρουν με τις  πέτρες». Γι’ αυτό σπεύδει να αποδεχθεί τις νέες προτεραιότητες ενάντια στην παγκοσμιοποίηση και στην εθνική αποδόμηση όπως ακριβώς πράττουν ο Σαρκοζί, ο Λαφοντέν και πρόσφατα οι Ολλανδοί σοσιαλιστές. Εάν επικρατήσει η αντίληψη αυτή, μάλλον η δεξιά παράταξη θα διαφύγει τον κίνδυνο της ολοσχερούς καταστροφής.

Εάν επικρατήσει η αντίληψη αυτή, θα προκαλέσει ανεπανόρθωτες έως καταστροφικές τριβές στην σοσιαλιστική πολιτική πτέρυγα, που αν και φαίνεται να απομακρύνεται από το παρασιτικό παρελθόν της, δεν δείχνει να έχει αντιληφθεί το βάθος της κρίσης, ούτε να έχει αποδεχτεί την διαχρονική αλήθεια της απόλυτης συνάφειας μεταξύ Εθνικής Ανεξαρτησίας και Οικονομικής Ανάπτυξης. Δεν δείχνει να έχει ακόμη ενστερνιστεί την ιστορική αλήθεια ότι οικονομική ανάπτυξη, πράσινη ή μη, δεν είναι εφικτή με αποικιοκρατικούς όρους ή υπο νεοοθωμανική εποπτεία, ή με την αντικατάσταση ενός παρασιτικού πολιτικού προσωπικού απο ένα χορτασμένο καθηγητικό κατεστημένο. Και στις δυο περιπτωσεις οι παραγωγικές και δημιουργικές δυνάμεις του έθνους είναι στο περιθώριο. Πολύ περισσότερο όταν φοβαται κανείς να αναφέρει μεταξύ των άλλων τη λέξη «έθνος» αν μη τι άλλο ως συνεκτικό ιστό, ή ώς υποκείμενο δημιουργικής δράσης και παραγωγής. Στην περίπτωση αυτή, το αποτέλεσμα θα είναι η οριστική και τελεσίδικη άρση των συνεπειών της 3ης Σεπτέμβρη και της ιδρυτικής διακήρυξης του Πα.Σο.Κ. και η παραχώρηση του πολιτικού αυτού χώρου σε νέες πατριωτικές δυνάμεις ικανές να αποκαταστήσουν τα οράματα εκείνων που «εβγαλε βρώμα η ιστορία ότι ξοφλήσανε». Αυτό είναι το στοίχημα του Γ.Α.Π. και η ιστορική ισχύς του είναι ανάλογη της  επανάστασης στο Γουδί. Ο ίιδιος έχει το εκπληκτικό πλεονέκτημα –για λίγο ακόμη- να είναι ο Ν.  Πλαστήρας ή ο Δ. Γούναρης. Όταν όλα δείχνουν πως σε όλα τα επίπεδα, μας ζητούν να αυτοκτονήσουμε αλλιώς θα μας σκοτώσουν, μοναδική απάντηση οφείλει να είναι η δημιουργική αντίσταση του λαού και του έθνους. Γι’ αυτό είπε ο ποιητής πως θέλει ΚΑΙ ΑΡΕΤΗ αλλά ΚΑΙ ΤΟΛΜΗ η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ.

 

 

Αντώνης Ανδρουλιδάκης

10.11.09        



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου