Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2008

Η οικονομική κρίση

20081011crisis

Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου

«Ασφαλώς είναι τρέλλα, αλλά δεν της λείπει η μέθοδος», λέει ο Πολώνιος στη δεύτερη σκηνή της δεύτερης Πράξης του ‘Αμλετ και θα μπορούσαμε να το επαναλάβουμε τα λόγια του, εξίσου καλά, παρατηρώντας την επέκταση της κρίσης από τα «υποάριστα» (subprimes) σαπάκια στις τράπεζες, τα χρηματιστήρια και την πραγματική οικονομία, και, ίσως, αύριο στην αξία του δολλαρίου και την αξιοπιστία των κρατικών ομολόγων. Αλλά και βλέποντας επίσης «ξεγυρισμένους» νεοφιλελεύθερους και μονεταριστές να χρησιμοποιούν αφειδώς κρατικές πιστώσεις και κρατικές υποσχέσεις για να σταματήσουν τον πανικό – χωρίς μέχρι τώρα σπουδαία αποτελέσματα. Η «κρίση εμπιστοσύνης» στις τράπεζες είναι το πρώτο σύμπτωμα από την πρόσκρουση στο παγόβουνο. Η μηχανή των «ελεύθερων και αυτορυθμιζόμενων αγορών», του «ελεύθερου εμπορίου» και του «ανόθευτου και ανεμπόδιστου ανταγωνισμού» (αλλά και η μηχανή της χωρίς όρια διευρυνόμενης ΕΕ) μοιάζει τώρα μηχανή μάλλον αυτοκαταστροφής παρά αυτορρύθμισης. Χίλιοι Μαρξ δεν θα μπορούσαν να κάνουν τη ζημιά στην ιδέα του φιλελευθερισμού και του καπιταλισμού, που κάνανε η πραγματικότητα και οι πράξεις των νεοφιλελεύθερων «καθοδηγητών» της μόνο τις τελευταίες «δέκα μέρες που συντάραξαν τον κόσμο», για να θυμηθούμε τη θρυλική αφήγηση του Τζων Ρηντ.

Σε αντίθεση με τις «συνήθεις» καπιταλιστικές κρίσεις «προσαρμογής», που πλήττουν κυρίως παραδοσιακούς παραγωγικούς κλάδους, μειωμένης πλέον παραγωγικότητας κεφαλαίου, η παρούσα κρίση, όπως και του 1929, είναι κρίση συνολικού προσανατολισμού του συστήματος. Δεν είναι εξαιτίας του εκτροχιασμού των τελευταίων βαγονιών που κλυδωνίζεται το τραίνο. Είναι η ατμομηχανή της αμαξοστοιχείας, της παγκόσμιας οικονομίας δηλαδή, που την παρασέρνει στον γκρεμό. Είναι οι «υπερσύγχρονες» επενδυτικές τράπεζες και τα προϊόντα τους, που έσπασαν κάθε περιορισμό και έλεγχο αναζητώντας υψηλές αποδόσεις. «Ερμήνευαν» οι ίδιοι, ιδιοτελώς τα υπερκέρδη τους ως προκύπτοντα από «βελτιστοποίηση» της αγοράς που δημιουργεί καινούριες επενδυτικές ευκαιρίες – τώρα αποκαλύπτεται ότι επρόκειτο σε μεγαλύτερο βαθμό για μια παγκόσμια «λαμογιά», που απειλεί όχι μόνο τις τράπεζες, αλλά και την οικονομική και πολιτική σταθερότητα του πλανήτη.

Θυμούνται τώρα τις αρετές του Κέινς και του Γκαλμπρέιθ, πίνουν από κει που έφτυναν. Τα σχέδια όμως του Πόλσον και του Μπερνάκι, δεν είναι νιού ντηλ του Ρούζβελτ. Χρησιμοποιούν το κράτος, όχι για να εθνικοποιήσουν τις τράπεζες και τις χρεωκοπημένες επιχειρήσεις ή για να εφαρμόσουν μια πολιτική τόνωσης της ζήτησης, που φρόντισαν οι ίδιοι να υπονομεύσουν την εθνική τουλάχιστο δυνατότητά της, με το υπερφιλελεύθερο σύστημα παγκόσμιων ανταλλαγών που εγκαθίδρυσαν μεθοδικά επί τριάντα χρόνια. Εν ονόματι της ανάγκης αντιμετώπισης του πανικού και αποφυγής της γενικής κατάρρευσης, μην έχοντας ορατό εσωτερικό και διεθνή αντίπαλο, επιστρατεύουν το κράτος για να εγγυηθούν τη μακροημέρευση του «συστήματος», αποφεύγοντας να το αλλάξουν, εθνικοποιούν τις ζημιές αφήνοντας απείραχτα τα κέρδη και τους υπεύθυνους της κρίσης. Μια τέτοια πολιτική, αν τελικά επικρατήσει, θα παροξύνει τις κοινωνικές αντιθέσεις και θα φορτώνει στους άλλους το λογαριασμό. Θα εντείνει μεσοπρόθεσμα τις ολοκληρωτικές τάσεις εσωτερικά και τον πειρασμό της φυγής στον πόλεμο διεθνώς, π.χ. στη Μέση Ανατολή, όπως το πρώτο κραχ (1914) του μεγάλου φιλελεύθερου κύκλου του 19ου αιώνα οδήγησε στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και την Οκτωβριανή Επανάσταση, το δεύτερο (1929) στην άνοδο του σταλινισμού στην ΕΣΣΔ και του ναζισμού στη Γερμανία και στον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο. Μια επαναφορά στη λελογισμένη επαναρρύθμιση των εθνικών και της διεθνούς οικονομίας μοιάζει περισσότερο επιβεβλημένη από ποτέ, αλλά ποτέ δεν απουσίαζαν, όσο σήμερα, τα πολιτικά υποκείμενα μιας τέτοιας πολιτικής, μετά τη χρεωκοπία των Κομμουνιστών και την προσχώρηση των Σοσιαλδημοκρατών στον νεοφιλελευθρισμό (με την πιθανή εξαίρεση της Λατ. Αμερικής όπου η αριστερά σημειώνει θεαματική ανάκαμψη)! Αν η κατάρρευση της ΕΣΣΔ στέρησε την Αμερική από το πολύτιμο «χαλινάρι» ενός αξιόπιστου αντίπαλου στη γεωπολιτική, με αποτέλεσμα τα Ιράκ και τα Αφγανιστάν, έτσι και στην οικονομία η πλήρης κατάρρευση της αριστεράς και των ιδεών κρατικής και κοινωνικής ρύθμισης βοήθησε την εκδήλωση της ‘Υβρεως.

Πριν ένα χρόνο γράφαμε ότι βρικόμαστε μπροστά σε «αλλαγή ιστορικού υποδείγματος». Η πρώτη μεταψυχροπολεμική περίοδος έμοιαζε να πλησιάζει στο τέλος της, καθώς προσεγγίζαμε το πρώτο μεγάλο κραχ του νεοφιλελεύθερου οικονομικού μοντέλου, ενώ το Ιράκ έτεινε να πάρει το χαρακτήρα στρατηγικής, όχι απλά τακτικής ήττας της «Αυτοκρατορίας». Επικρίναμε μάλιστα την οικονομική πολιτική των Ελλήνων ιθυνόντων, γιατί πάσχιζαν να πηδήξουν στο τελευταίο βαγόνι του τρένου που φεύγει, δηλαδή του νεοφιλελεύθερου οικονομικού κύκλου, που άνοιξε ο Ρήγκαν με τη Θάτσερ και επιταχύνθηκε με την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, αντί να «μυρίσουν» το τρένο που ερχόταν – «τρένο» περισσότερης κρατικής παρέμβασης και προστατευτισμού. Αλλά ούτε κι εμείς περιμέναμε αυτό που βλέπουμε – για να είμαστε ειλικρινείς περιμέναμε να σκάσει πρώτα η ελληνική «φούσκα» του υπερχρέους κάθε μορφής (ιδιωτικού, δημόσιου, εξωτερικού). Έχουν όντως δίκιο όσοι λένε ότι η Ελλάδα είναι κάπως περισσότερο προστατευμένη σε αυτή τη φάση που διανύουμε. Είναι προστατευμένη γιατί είναι καθυστερημένη – παρακολουθεί με υστέρηση φάσης τα συμβαίνοντα διεθνώς.

Αυτό το σχετικό πλεονέκτημα θα μετατραπεί σε μειονέκτημα όταν, όπως ήδη συμβαίνει, η κρίση μπει στην πραγματική οικονομία, με την ελληνική παραγωγική βάση τόσο «στρεβλή» και συρρικνωμένη, το ελληνικό κράτος, την κοινωνία, την εκπαίδευση και τις κοινωνικές υπηρεσίες στο απελπιστικό σημείο που σήμερα βρίσκονται. Στην πραγματικότητα, η απίστευτη κρίση του πολιτικού συστήματος, μπορεί να ερμηνευθεί με όρους και αίτια εξωτερικά προς αυτό, ως προαναγγελία συστημικής κρίσης κράτους και κοινωνίας, όχι μόνο ή ειδικά του πολιτικού προσωπικού. Η κοινωνία «νοιώθει» ενστικτωδώς την ένταση και τον κίνδυνο της επερχόμενης κρίσης, κι αν δεν τον νιώθει τον θυμίζει η τράπεζα στους δανειολήπτες, αντιλαμβάνεται τα συμπτώματα εξάντλησης των περιθωρίων συσσώρευσης του «κλεπτοκρατικού» οικονομικού, κοινωνικού και πολιτικού μοντέλου που (χωρίς να είναι καινούριο στην ελληνική ιστορία) κυριάρχησε όλο και περισσότερο στη μεταπολιτευτική Ελλάδα, εξευτελίζοντας διαδοχικά «σοσιαλισμούς», «κρατισμούς», «εκσυγχρονισμούς» και «φιλελευθερισμούς».

Οι ελληνικές τράπεζες μπορεί όντως να έχουν μικρότερες επισφάλειες από τις ευρωπαίκές και αμερικανικές. Η ελληνική οικονομία είναι όμως πολύ περισσότερο επισφαλής. Σε παρόμοιες συνθήκες συνιστά απλώς τρέλλα, από εθνική, οικονομική και πολιτική άποψη, η συνέχιση των αποεθνικοποιήσεων/ιδιωτικοποιήσεων. ‘Οχι μόνο για τους λόγους λάθος επιλογής στιγμής στον μακρό ιστορικό κύκλο, που αναφέραμε, αλλά επίσης γιατί μόνο αθεράπευτα ανόητοι θα εμπιστεύονταν τώρα τις κύριες εθνικές επιχειρήσεις τους στις «διεθνείς αγορές», πολύ περισσότερο τις επιχειρήσεις μιας χώρας που δεν έχει κανέναν σοβαρό ιδιωτικό οικονομικό όμιλο, δεν έχει Ζήμενς, Ντασώ ή Νόκια. Ξέρει κανείς να πει τι απέγινε ο Μποδοσάκης, η ΙΖΟΛΑ ή ο Πίτσος; Στις σημερινές συνθήκες έκτακτης ανάγκης που δημιουργούνται πρέπει να διακοπεί άμεσα η αποεθνικοποίηση/ιδιωτικοποίηση της ελληνικής οικονομίας, αλλά και να συγκροτηθεί, με κριτήρια εθνικού σχεδιασμού και όχι κερδοσκοπικών επιδόσεων, ένας πυρήνας από τις ισχυρότερες τράπεζες, ελέγξιμες άμεσα ή έμμεσα από το κράτος, όπως η Εθνική, η Αγροτική, το Ταχ. Ταμιευτήριο, το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, που να αποτελέσουν ευέλικτο μοχλό κρατικής και κοινωνικής παρέμβασης, ιδίως στο θέμα των δανείων των πολιτών που συνιστά ωρολογιακή βόμβα.

Βεβαίως, είναι αδύνατο να αντιμετωπισθούν τα σοβαρότατα συστημικά προβλήματα στα πλαίσια του κυριαρχούντος μοντέλου «παραοικονομία-φοροδιαφυγή-φοροκλοπή-διαπλοκή-διαφθορά». Αυτό το ελληνικό «σύστημα», ο ελληνικός «υπαρκτός καπιταλισμός» άγγιξε τα όριά του. Αν σήμερα δεν φαίνονται στον ορίζοντα ιδεολογικές, πολιτικές προϋποθέσεις για ριζική μεταβολή μοντέλου, αύριο, η ίδια η κρίση θα υποχρεώσει σε αλλαγές. Μόνο που δεν ξέρουμε μέσα από ποιές καταστροφές μπορεί να περάσει η διόρθωση κι από ποιό σημείο του πολιτικού φάσματος θα προκύψει η «λύση», ούτε τι λύση θα είναι αυτή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου