Σάββατο 21 Απριλίου 2012

ΥΠΟΒΡΥΧΙΑ ΚΑΙ ΠΛΟΙΑ ΑΕΡΑΜΥΝΑΣ, ΜΟΝΟΔΡΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΠΝ

Ιωάννης Σ. Θεοδωράτος
Δημοσιογράφος-Αμυντικός Αναλυτής
Παρακολουθώντας την πορεία υλοποίησης των τουρκικών ναυτικών εξοπλισμών σε συνδυασμό με την ανάγκη διαμόρφωσης ενός αξιόπιστου δόγματος ναυτικής ισχύος – το οποίο σήμερα δεν υφίσταται – για το Πολεμικό Ναυτικό (ΠΝ) σε συνάρτηση με την προάσπιση των εθνικών συμφερόντων στην Ανατολική Μεσόγειο, προκύπτει αβίαστα ένα τεχνοκρατικό ερώτημα: Tι είδους-τύπους πλοία πρέπει να διαθέτει το ΠΝ ώστε να είναι επιχειρησιακά ικανό κατά την κρίσιμη περίοδο 2012-2022 να αντιμετωπίσει την αναδυόμενη τουρκική ναυτική απειλή;

Είναι γεγονός ότι οι ελληνο-τουρκικές σχέσεις έχουν εισέλθει σε τροχιά σύγκρουσης, η οποία θα λάβει χώρα κάποια χρονική στιγμή στο προσεχές μέλλον και θα έχει ως σημείο αναφοράς το εύρος της ελληνικής Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ) και
ειδικότερα την άρνηση εκμετάλλευσης των υποθαλάσσιων ενεργειακών κοιτασμάτων (φυσικό αέριο, πετρέλαιο) από την Αθήνα. Συνεπώς δεν αποτελεί παράδοξο η τάση που χαρακτηρίζει την τουρκική στρατηγική να επενδύει με διαρκώς αυξανόμενο ρυθμό στους ναυτικούς εξοπλισμούς και στην υλοποίηση ενός πρωτοφανούς προγράμματος ναυπηγήσεων, παράλληλα με την αναβάθμιση της αεροπορικής ισχύος των Τουρκικών Αεροπορικών Δυνάμεων.

Ωστόσο η Τουρκία με προσεκτικούς σχεδιασμούς δεν αναπτύσσει μόνο το Ναυτικό της αλλά και την Ακτοφυλακή, την οποία μετατρέπει σε μια αξιόλογη δύναμη επιφανείας (πλοία έρευνας και διάσωσης), η οποία θα δράσει συμπληρωματικά με τους εθνικούς της σχεδιασμούς. Εκείνο που πρέπει να επισημανθεί είναι ότι το κέντρο βάρος της μελλοντικής τουρκικής επιχειρησιακής σχεδίασης εντοπίζεται:

α) στην απόκτηση σειράς σκαφών διαφόρων κλάσεων μεσαίου και μεγάλου εκτοπίσματος με σκοπό την μεταφορά ισχυρής αποβατικής δύναμης μεγέθους ενισχυμένου τάγματος πεζοναυτών, συν μιας τουλάχιστον επιλαρχίας αρμάτων, καθώς και στην κατασκευή πλοίων υποστήριξης αυτής (πλοίο αμφιβίων επιχειρήσεων, αρματαγωγά ανοικτού και κλειστού τύπου),
β) στη ναυπήγηση ενός αεροπλανοφόρου εκτοπίσματος 25.000 τόνων από το οποίο θα επιχειρούν αεροσκάφη τύπουSTOVL και ελικόπτερα,
γ) στην εγχώρια ναυπήγηση έξι υποβρυχίων Type 214,
δ) στην εγχώρια σχεδίαση και ανάπτυξη τεσσάρων έως έξι πλοίων με δυνατότητες αεράμυνας περιοχής,
ε) στην σταθερή υλοποίηση του υφιστάμενου προγράμματος ναυπήγησης Milgem το οποίο θα αποδώσει συνολικά 12 σκάφη.

 Αποτυπώνοντας το σύνολο των τουρκικών ναυτικών εξοπλιστικών προγραμμάτων διαπιστώνουμε ότι το επίκεντρο της «φρενίτιδος» ναυπηγήσεων και αναβαθμίσεων (αισθητήρες, οπλικά συστήματα) των ήδη υπαρχόντων μονάδων επιφανείας και υποβρυχίων της Διοίκησης Ναυτικών Δυνάμεων, αποκαλύπτει ξεκάθαρα τις προθέσεις των Τούρκων επιτελών και συγκεκριμένα:

α) επίτευξη ναυτικής υπεροπλίας σε σκάφη και συστήματα, η οποία απαιτείται για να ελεγχθεί ο χώρος της Ανατολικής Μεσογείου μεταξύ Κύπρου και Κρήτης-Ρόδου-Καστελορίζου (συν ο εναέριος χώρος υπεράνω αυτού) και παράλληλα να αποτραπεί το ΠΝ από το να επιχειρήσει στην συγκεκριμένη περιοχή,
β) συγκρότηση μιας ισχυρής δύναμης-ομάδας μάχης (taskforce) από σκάφη επιφανείας και υποβρύχια για την προστασία του πλοίου αμφιβίων επιχειρήσεων, της εν γένει αποβατικής δύναμης και του αεροπλανοφόρου που ενδεχομένως θα αποκτηθεί,
γ) αποτελεσματική και εναρμονισμένη διακλαδική συνεργασία Ναυτικού και Αεροπορίας για την υποστήριξη αποβατικών και γενικά αμφίβιων επιχειρήσεων με στόχο ελληνικά νησιά υψηλής γεωστρατηγικής αξίας, η κατοχή των οποίων μεταβάλλει δραστικά επ΄ωφελεία των τουρκικών συμφερόντων τα όρια της ΑΟΖ (βλ. Καστελόριζο, Κάσος, Κάρπαθος και μεσομακροπρόθεσμα Ρόδος, Ανατολική Κρήτη).

Αφού διαπιστώσαμε και καταγράψαμε το τι συμβαίνει στην «άλλη πλευρά του λόφου» ερχόμαστε να προτείνουμε τρόπους αντιμετώπισης της νέο-οθωμανικής ναυτικής απειλής. Σήμερα το ΠΝ και υπό την πίεση της οικονομικής κρίσης δεν μπορεί παρά μόνο περιστασιακά και οριακά να ανταποκριθεί σε αποστολές ανατολικά της γραμμής Κρήτης-Καστελορίζου. Τα μέσα που πρέπει να διαθέτει – πέραν των καυσίμων και της επαρκούς υποστήριξης σε ανταλλακτικά, αναλώσιμα των πλοίων και των οπλικών συστημάτων/αισθητήρων που φέρουν – διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: α) υποβρύχια και β) πλοία με δυνατότητες αεράμυνας περιοχής. Η πρώτη απαίτηση ύπαρξης υποβρυχίων με κατάλληλες δυνατότητες καλύπτεται μερικώς καθώς υφίστανται μόλις ένα σκάφος Type 214 με δυνατότητες AIP και αυτό χωρίς σύγχρονες τορπίλες (!) και επτά άλλα παλαιότερα σκάφη (Type 209/1100 και Type209/1200 εκ των οποίων ένα – το «Ωκεανός» S118 – έχει εκσυγχρονισθεί/αναβαθμιστεί αλλά δεν έχει παραληφθεί). Η δεύτερη απαίτηση δεν καλύπτεται από τον υπάρχοντα στόλο επιφανείας καθώς το ΠΝ δεν διαθέτει πλοία με ικανότητες αντιαεροπορικής άμυνας περιοχής, στοιχείο απαραίτητο για την επιβίωση μιας ναυτικής δύναμης που θα επιχειρεί στην καρδιά της Ανατολικής Μεσογείου, υπό την δαμόκλεια σπάθη της Τουρκικής Αεροπορίας. Άρα πως πρέπει να δράσουμε προκειμένου να είμαστε σε θέση να υπερασπίσουμε στην πράξη και όχι στα λόγια τα εθνικά συμφέροντα στην προσφιλή μας από την αρχαιότητα υδάτινη περιοχή της Μεσογείου;

Τα υποβρύχια που φέρουν σύστημα AIP – όπως τα Type214 –  αποτελούν το μοναδικό όπλο που επιτρέπουν στο ΠΝ και στην ελληνική πολιτικο-στρατιωτική διπλωματία να προασπίσουν τα εθνικά συμφέροντα καθώς και να πλήξουν πρώτα τον εχθρό. Αθόρυβα και απροειδοποίητα «περιβεβλημένα» με την κατάλληλη πολιτική εντολή που θα έχει δοθεί εγκαίρως (σ.σ. όχι όπως συνέβη με καθυστέρηση εις διπλούν το 1974…) τα Type 214 ουσιαστικά έχουν την επιχειρησιακή δυνατότητα να προσβάλλουν την όποια αμφίβια δύναμη κινηθεί κατά νήσου ή νήσων και να λειτουργήσουν αποτρεπτικά σε κάθε άλλη «ειρηνική» αντιπαράθεση στο πλαίσιο προβολής διεκδικήσεων κατά της ΑΟΖ, ή δυναμικά αν απαιτηθεί. Αναγνωρίζοντας τα προφανή πλεονεκτήματα της κλάσης Type 214 οι Τούρκοι επέλεξαν να προμηθευτούν έξι μονάδες ώστε να αποκτήσουν αριθμητική υπεροχή έναντι του ΠΝ. Το δυστύχημα είναι ότι η ελληνική πλευρά έχει εμπλακεί σε μια πολιτικο-οικονομική αντιπαράθεση και αντί να έχει προχωρήσει στην παραλαβή και των υπολοίπων τριών υποβρυχίωνType 214, χάνει πολύτιμο χρόνο, τον οποίο κερδίζει η αντίπαλη πλευρά.

Το ΠΝ δεν μπορεί να προχωρήσει στην απόκτηση νεότευκτων πλοίων ικανότητας αεράμυνας περιοχής καθώς δεν είναι μόνο θέμα χρημάτων, αλλά και επιχειρησιακών δυνατοτήτων. Το ΓΕΝ αναγνωρίζει ότι στην Ανατολική Μεσόγειο μπορούν να «σταθούν» αποτελεσματικά και να επιβιώσουν μόνον σκάφη που φέρουν ολοκληρωμένο σύστημα αντίστοιχων δυνατοτήτων με αυτές που παρέχει το Aegis του Αμερικανικού Ναυτικού. Συνεπώς το πλοίο που μπορεί να εκτελέσει άκρως επικίνδυνες αποστολές δεν μπορεί παρά να είναι μια κλάση όσο το δυνατόν εγγύτερα στις επιχειρησιακές ανάγκες του ΠΝ. Ένα τέτοιο πλοίο είναι η κλάση ArleighBurke και όχι τα καταδρομικά τύπου Ticonderoga. Ο μοναδικός τρόπος απόκτησης είναι μέσω παραχώρησης από τις ΗΠΑ με πολιτική απόφαση, η οποία θα χρησιμοποιήσει όλη την ισχύ των lobbies προκειμένου να καμφθούν οι όποιες αντιδράσεις μπορούν να εγερθούν, καθώς θα αποτελεί ιδιαίτερη συμβολική ενέργεια ύψιστης πολιτικής σημασίας. Τα αντιτορπιλικά κλάσης Arleigh Burke θα παρέχουν μέσω του συστήματος Aegis και των βλημάτωνSM-2 την κατάλληλη κάλυψη για υλοποίηση επιχειρήσεων στην Ανατολική Μεσόγειο. Υπό ιδανικές συνθήκες θα πρέπει να αποκτηθούν τέσσερα σκάφη με έδρα τον Ναύσταθμο Κρήτης, ο οποίος πρέπει να εξελιχθεί και να αναβαθμιστεί σε κύρια έδρα του Στόλου και της δύναμης που θα κληθεί να προασπίσει και να επιβάλλει τον σεβασμό των εθνικών συμφερόντων στις θαλάσσιες εκτάσεις μεταξύ Κρήτης, Ρόδου, Καστελορίζου και Κύπρου.

Ολοκληρώνοντας την σύντομη ανάλυση συνοψίζουμε ότι για την καλύτερη και ταχύτερη δυνατή ενίσχυση των εθνικών αμυντικών δυνατοτήτων στον επίπεδο της ναυτικής ισχύος, η Αθήνα οφείλει να πραγματοποιήσει δύο βήματα. Το πρώτο είναι να παραλάβει τα εναπομείναντα τρία υποβρύχια Type 214, να τα εξοπλίσει με τορπίλες βαρέως τύπου και να εκμεταλλευτεί την παρούσα γεωπολιτική συγκυρία-ευκαιρία στις ΗΠΑ, για να εξασφαλίσει την αποδέσμευση 2-4 αντιτορπιλικών ArleighBurke με το ανάλογο απόθεμα βλημάτων SM-2. Η επιτυχής ολοκλήρωση των δύο αυτών στόχων θα συμβάλει κάθετα και με αποφασιστικό τρόπο στην εμπέδωση κλίματος ασφάλειας, σταθερότητας και θα λειτουργήσει ως πολλαπλασιαστής δύναμης υπέρ των εθνικών γεωστρατηγικών συμφερόντων στην περιοχή, με την οποία έχουμε χιλιάδες χρόνια στενούς ιστορικούς δεσμούς, από την εποχή του Τρωϊκού Πολέμου και της πανάρχαιας «Γεωπολιτικής των Αχαιών». Μιας γεωπολιτικής στρατηγικής που παρότι μας χωρίζουν από την απαρχή της εξύφανσης αυτής προ 3.500 χρόνια, οι βασικοί μοχλοί σχεδίασης και υλοποίησης συνεχίζουν να παραμένουν ζωντανοί και ενεργοί μέχρι και σήμερα. Διαχρονικά οι Έλληνες (από την θαλασσοκρατορία του Μίνωα) χρησιμοποίησαν τη ναυτική ισχύ για να μεγαλουργήσουν και να επιβάλλουν τα εθνικά τους συμφέροντα. Ας μην το ξεχνούμε, γεγονός που μας το επιβεβαιώνει και επισημαίνει ο Θουκυδίδης μέσα από τα κείμενά του, καθότι η Ιστορία με την Γεωγραφία αποτελούν τις δύο αναγκαίες και ικανές συνθήκες για την σχεδίαση των πεπρωμένων του έθνους μας. Να ενεργήσουμε όπως μας προτρέπει η ιστορία και να εκμεταλλευτούμε τα οφέλη που τόσο ζηλότυπα διαφύλαξε για εμάς και τους απογόνους μας η γεωγραφία. Στόλος θαλάσση κρατείν.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου