Πέμπτη 9 Ιουλίου 2009

ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΣΤΟΦΟΡΟΠΟΥΛΟΣ

Η ιστορία του Κυπριακού και των ελληνοτουρκικών σχέσεων, είναι και η ιστορία του διαχρονικού ξεπεσμού της ελληνικής πολιτικής έναντι της Τουρκίας.

Διαβάστε κατωτέρω τα πραγματικά γεγονότα, όπως τα περιγράφει ένας από τους σπάνιους διπλωμάτες μας. Ο Θέμος Στοφορόπουλος.

Σας υπενθυμίζω ότι ο Θέμος Στοφορόπουλος, στο μέσον μιας λαμπράς διπλωματικής καριέρας, υπέβαλε την παραίτηση του, ήταν πρέσβης τότε στη Λευκωσία, το Φεβρουάριο του 1988 μετά τη συνάντηση του Νταβός, όπου ο τότε πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου μετέβαλε κατά 180° την πολιτική της Ελλάδος έναντι της Τουρκίας:

[ Όρα κατωτέρω. Η κατρακύλα συνεχίσθηκε και οδήγησε στο Νταβός (τέλη Ιανουαρίου – αρχές Φεβρουαρίου 1988). Την συνάντηση εκείνη του Ανδρέα Παπανδρέου με τον Τούρκο ομόλογό του προετοίμασαν Αμερικανοί απεσταλμένοι, Έλληνες και Τούρκοι μεγαλοεπιχειρηματίες, καθώς και στελέχη του ΠΑΣΟΚ. Η πολιτική ανάλυση των τελευταίων περιοριζόταν στην εκτίμηση ότι, επειδή ο ελληνικός λαός θέλει ειρήνη, μια στροφή της πολιτικής έναντι της Τουρκίας θα έφερνε κομματικά οφέλη. Και πράγματι υπήρξε στροφή, 180º, στο Νταβός, αφού εκεί εγκαταλείφθηκαν δύο βασικά δόγματα της εξωτερικής πολιτικής του ΠΑΣΟΚ.

Πρώτον, ότι δεν θα συνομιλούσαμε με την Τουρκία, αφού οι «διαφορές» που προβάλλει δεν είναι τίποτε άλλο από μονομερείς, αυθαίρετες, επεκτατικές διεκδικήσεις εις βάρος της πατρίδας μας.

Δεύτερον, ότι, εν πάση περιπτώσει, δεν θα συνομιλούσαμε με την Τουρκία αν δεν έφευγε από την Κύπρο και ο τελευταίος Τούρκος στρατιώτης. Ούτε, βέβαια, ακυρώθηκε εκείνη η μεταστροφή πολιτικής με το mea culpa του Ανδρέα Παπανδρέου: το είπε στη Βουλή, όταν προκλήθηκε από τον τότε βουλευτή Διονύση Μπουλούκο, εννοώντας, μόνον, πως αποτελούσε lapsus linguae μια προηγούμενη δήλωσή του ότι στο Νταβός «το Κυπριακό είχε μπει στο ράφι». Ήταν τόσο ολέθρια εξέλιξη το Νταβός, που προκάλεσε την παραίτηση, χωρίς προσυνεννόηση και δύο άλλων επιφανών μας πρέσβεων. Του διαπρεπούς πρόωρα χαμένου Δημήτρη Σέρμπου, κατ’εξοχήν υπηρεσιακώς αρμοδίου, αφού ήταν τότε, και μάλιστα για δεύτερη φορά, Διευθυντής Ελληνοτουρκικών Σχέσεων και Κυπριακού στο Υπουργείο Εξωτερικών και του ευρισκόμενου στο μέσο μιας λαμπράς επίσης καριέρας, πρέσβυ της Ελλάδος στη Μόσχα, αείμνηστου Μιχάλη Δούντα, που είχε προσφέρει τα μέγιστα στην υπόθεση της Κύπρου και είχε συμβάλει όσο κανείς άλλος στην προσπάθεια να τοποθετηθεί η ελληνική εξωτερική πολιτική στη σωστή βάση, εκείνη της εθνικής ισχύος. ]

Αν θέλετε να γνωρίσετε ποίοι είναι διαχρονικά οι υπεύθυνοι για το ότι κινδυνεύουν να χαθούν, η Κύπρος, το Αιγαίο, η Θράκη, κτλ., διαβάστε την κατωτέρω ανάλυση του Θέμου Στοφορόπουλου.

Παρόμοια όμως δεν συμβαίνουν και στο Μακεδονικό;

Ευριπίδης Μπίλλης

Τ. Επίκουρος Επίκουρος Καθηγητής ΕΜΠ, τηλ.+302107700568

ΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΟΜΗΡΟΣ ΤΟΥ «ΡΕΑΛΙΣΜΟΥ»

Έχει γραφτεί από Θέμο Στοφορόπουλο

Η κατάσταση στην οποία βρίσκεται η Κύπρος είναι αποτέλεσμα του σύνθετου εγκλήματος πραξικοπήματος-εισβολής το καλοκαίρι του 1974. Αποτελεί, όμως, επίσης, συνέπεια όσων επακολούθησαν.

2 Οκτωβρίου του 1974: Ο Μακάριος βρίσκεται στη Νέα Υόρκη και μιλάει στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών. Ενώπιον των αντιπροσώπων όλων των κρατών του κόσμου, κατά τον επισημότερο δυνατό τρόπο, τονίζει τα εξής:

«[1] Ωρισμέναι προϋποθέσεις, εν τούτοις, είναι ουσιώδεις και πρέπει να εκπληρωθούν πριν αρχίσουν διαπραγματεύσεις. Δεν είναι δυνατόν να διεξαχθούν ελεύθεραι διαπραγματεύσεις δια μίαν λογικήν λύσιν του προβλήματος, εφ’όσον κυπριακόν έδαφος εξακολουθεί να ευρίσκεται υπό ξένην στρατιωτικήν κατοχήν και το 1/3 του πληθυσμού είναι ακόμη πρόσφυγες, εκδιωχθέντες βιαίως από τις εστίας και την γην των. (...)

[2] Ουδέν επιχείρημα δύναται να δικαιολογήση την απαίτησιν της Τουρκίας δια γεωγραφικήν ομοσπονδίαν, η οποία ουχί μόνον θα ήτο απάνθρωπος, αλλά, ωσαύτως, θα επέφερεν αλλαγήν του χαρακτήρος του Κύπρου. Αλλά ποία θα πρέπη να είναι η απάντησις, εάν η Τουρκία επιμείνη επί γεωγραφικής ομοσπονδίας και δια της στρατιωτικής της υπεροχής επιχειρήση να επιβάλη ταύτην δια της βίας; Μερικοί, οι οποίοι εμφανίζονται ως ρεαλισταί, δυνατόν να συμβουλεύσουν ότι πρέπει να διαπραγματευθώμεν επί τη βάσει γεωγραφικής ομοσπονδίας, υποδεικνύοντες ότι εις μίαν τοιαύτην περίπτωσιν η Τουρκία δυνατόν να επιδείξη κάποιαν ελαστικότητα ως προς το μέγεθος της περιοχής, η οποία θα ευρίσκεται υπό τουρκικόν έλεγχον. Αναφέρεται ότι η κατεχόμενη περιοχή του 40% θα ηδύνατο να μειωθή εις ολιγώτερον του 30%. Δεν νομίζω ότι πρέπει να εκφράσω ευγνωμοσύνην δια την τοιαύτην γενναιοδωρίαν εκ μέρους της Τουρκίας. Υπό οιασδήποτε περιστάσεις δεν θα διαπραγματευθώμεν προς νομιμοποίησιν των παραβιάσεων των βασικοτέρων αρχών του Διεθνούς Δικαίου και των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων».

Όμως, σύμφωνα με πληροφορία που κυκλοφόρησε τότε στη Νέα Υόρκη, ο Κίσσινγκερ απείλησε τον Μακάριο ότι, αν δεν δεχόταν «διακοινοτικές» χωρίς να φύγουν οι εισβολείς και να επιστρέψουν οι πρόσφυγες στα σπίτια τους, δεν μπορούσε να του εγγυηθεί πως δεν θα συνεχιζόταν η τουρκική προέλαση. Τον απείλησε, δηλαδή, με τρίτο Αττίλα. Τελών υπό την ψυχολογική πίεση των τότε συνθηκών, ο Μακάριος κάμφθηκε και δέχθηκε – χωρίς καμία αντίρρηση από την κυβέρνηση της Ελλάδας – να διεξαχθούν «διαπραγματεύσεις», με την Κύπρο να έχει στον κρόταφο το πιστόλι της στρατιωτικής κατοχής και της προσφυγιάς.

Καίτοι έγινε γρήγορα φανερό πως η απειλή Κίσσινγκερ ήταν μπλόφα, οι υποχωρήσεις συνεχίσθηκαν. Πιεζόμενος και από τον Καραμανλή, ο Μακάριος αποδέχθηκε και το τουρκικό αίτημα να συζητηθεί η δημιουργία στην Κύπρο γεωγραφικής ομοσπονδίας (την οποίαν είχε, τόσο σωστά, περιγράψει στον ΟΗΕ ως απάνθρωπο σύστημα που θα επέφερε αλλαγή του χαρακτήρος της μεγαλονήσου).

Ακολούθησε, το 1977, η «συμφωνία υψηλού επιπέδου» Μακαρίου-Ντενκτάς, που ομιλεί περί «δικοινοτικής» ομοσπονδίας και περί εδάφους υπό την διοίκηση της κάθε μιας κοινότητας. Περιέχει δε, η συμφωνία εκείνη, και την εξής διάταξη:

«Θέματα αρχής όπως η ελευθερία κινήσεως, η ελευθερία εγκαταστάσεως, η ελευθερία ιδιοκτησίας και άλλα συγκεκριμένα ζητήματα είναι ανοικτά προς συζήτηση λαμβάνοντας υπ’όψη την θεμελιώδη βάση για ένα δικοινοτικό ομοσπονδιακό σύστημα και ορισμένες πρακτικές δυσκολίες που ενδέχεται να προκύψουν για την Τουρκική Κυπριακή κοινότητα».

Έτσι, πάντοτε με την σύμφωνο γνώμη της Αθήνας, άνοιξε η πόρτα για την «νομιμοποίηση των παραβιάσεων των βασικοτέρων αρχών του Διεθνούς Δικαίου και των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων», την οποία είχε αποκλείσει ο Μακάριος στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών, καταδικάζοντας τότε, ορθότατα, έναν ορισμένο δήθεν ρεαλισμό.

Με τις «διακοινοτικές» συνομιλίες, που ακολούθησαν όλα τα επόμενα χρόνια, κατέστη όλο και σαφέστερος ο «διζωνικός» χαρακτήρας της συζητούμενης «ομοσπονδίας». Και τονίσθηκε, όλο και περισσότερο, η «πολιτική ισότητα» των δύο κοινοτήτων. Παράλληλα, ούτε κουβέντα δεν έγινε για απαλλαγή του κυπριακού λαού, στο σύνολό του, από τις δουλείες που του έχει επιβάλει ο ιμπεριαλισμός:

βάσεις (έξω από το έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας και μέσα σε αυτό), «εγγυήσεις» (δηλαδή παρεμβατικά δικαιώματα), ΤΟΥΡΔΥΚ (με την ΕΛΔΥΚ ως δικαιολογία της). Δεν εκπλήσσει, συνεπώς, η αποφυγή δίκης, για το πραξικόπημα του 1974, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Κύπρο, τον τόπο του εγκλήματος.

Το ΠΑΣΟΚ, όσο ήταν στην αντιπολίτευση, είχε σωστές θέσεις για το Κυπριακό, όπως και για άλλα μείζονα θέματα της εξωτερικής μας πολιτικής. Αφού όμως ήρθε στην εξουσία, άλλαξε σταδιακά τη γραμμή του, προσεγγίζοντας, και στο τέλος ακολουθώντας πλήρως, εκείνη της Νέας Δημοκρατίας. Η αρχή έγινε με την άρση (μετά, είναι αλήθεια, αρκετό διάστημα) των αντιρρήσεων για συνέχιση των «διακοινοτικών» συνομιλιών, με το επιχείρημα ότι τις ήθελε η κυπριακή κυβέρνηση:

όλον αυτόν τον καιρό, από την εισβολή μέχρι σήμερα, Αθήνα και Λευκωσία προσπαθούν να κρυφτούν η μία πίσω από την άλλη, για να καλύψουν τον ενδοτισμό τους. Ως πρόσθετο άλλοθι χρησιμοποιείται ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών. Παρά το ότι, όπως είπαμε, οι δύο κυβερνήσεις εγκατέλειψαν, ευθύς εξ’αρχής, τους κύριους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου και των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η επίκληση των οποίων αποτελεί βασικό όπλο όσων προσφεύγουν στον ΟΗΕ. Και παρά το ότι γνωρίζουν άριστα την αρνητική σημασία των δικαιωμάτων αρνησικυρίας ΗΠΑ και Βρετανίας στο Συμβούλιο Ασφαλείας και την αρνητική επιρροή που οι δύο αυτές δυνάμεις, μαζί με την Τουρκία, ασκούν στην Γραμματεία των Ηνωμένων Εθνών και ειδικότερα στον Γενικό Γραμματέα, μέσω του οποίου παρουσιάσθηκαν τα αλλεπάλληλα διαβόητα «σχέδια λύσης», πάνω στα οποία οι Έλληνες Κύπριοι εκλήθησαν να «διαπραγματευθούν με τους Τουρκοκυπρίους» (να δεχθούν, στην πραγματικότητα, τις απαιτήσεις της Άγκυρας και των προστατών της).

Μια κάποια προσπάθεια παρέκκλισης από την καταστρεπτική πορεία έγινε τον Απρίλιο του 1986. Για ν’αποφύγουν ακόμα ένα απαράδεκτο «σχέδιο λύσης» του Γενικού Γραμματέα, όλες οι ελληνοκυπριακές πολιτικές δυνάμεις, μαζί και η ελλαδική κυβέρνηση, ζήτησαν «πρόταξη των μειζόνων».

Πρότειναν, συγκεκριμένα, «συνάντηση υψηλού επιπέδου» ή διεθνή διάσκεψη, με θέματα τις εγγυήσεις, την αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων και των εποίκων, και τις ελευθερίες διακίνησης, εγκατάστασης και περιουσίας.

Και πάλι, όμως, δεν προβλήθηκε απαίτηση για την άμεση εφαρμογή, χωρίς παζάρια και ανταλλάγματα, των γενικών αρχών του Διεθνούς Δικαίου που απαγορεύουν την χρήση παράνομης βίας και τον εποικισμό, ούτε για την άμεση και άνευ όρων αποκατάσταση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, ούτε για την κατάργηση των δουλειών που προβλέπουν οι Συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου.

Μόνον μια τέτοια κίνηση θα ήταν πραγματικά διορθωτική:

δεν θα έλυνε το Κυπριακό, αλλά θα το έβαζε στο σωστό δρόμο. Άλλα, όμως, συμφέροντα κυριαρχούσαν και είναι αυτά που προκάλεσαν την εγκατάλειψη και αυτής ακόμα της (ανεπαρκέστατης) «πρόταξης των μειζόνων».

Η κατρακύλα συνεχίσθηκε και οδήγησε στο Νταβός (τέλη Ιανουαρίου – αρχές Φεβρουαρίου 1988).

Την συνάντηση εκείνη του Ανδρέα Παπανδρέου με τον Τούρκο ομόλογό του προετοίμασαν Αμερικανοί απεσταλμένοι, Έλληνες και Τούρκοι μεγαλοεπιχειρηματίες, καθώς και στελέχη του ΠΑΣΟΚ.

Η πολιτική ανάλυση των τελευταίων περιοριζόταν στην εκτίμηση ότι, επειδή ο ελληνικός λαός θέλει ειρήνη, μια στροφή της πολιτικής έναντι της Τουρκίας θα έφερνε κομματικά οφέλη.

Και πράγματι υπήρξε στροφή, 180º, στο Νταβός, αφού εκεί εγκαταλείφθηκαν δύο βασικά δόγματα της εξωτερικής πολιτικής του ΠΑΣΟΚ.

Πρώτον, ότι δεν θα συνομιλούσαμε με την Τουρκία, αφού οι «διαφορές» που προβάλλει δεν είναι τίποτε άλλο από μονομερείς, αυθαίρετες, επεκτατικές διεκδικήσεις εις βάρος της πατρίδας μας.

Δεύτερον, ότι, εν πάση περιπτώσει, δεν θα συνομιλούσαμε με την Τουρκία αν δεν έφευγε από την Κύπρο και ο τελευταίος Τούρκος στρατιώτης.

Ούτε, βέβαια, ακυρώθηκε εκείνη η μεταστροφή πολιτικής με το mea culpa του Ανδρέα Παπανδρέου:

το είπε στη Βουλή, όταν προκλήθηκε από τον τότε βουλευτή Διονύση Μπουλούκο, εννοώντας, μόνον, πως αποτελούσε lapsus linguae μια προηγούμενη δήλωσή του ότι στο Νταβός «το Κυπριακό είχε μπει στο ράφι».

Ήταν τόσο ολέθρια εξέλιξη το Νταβός, που προκάλεσε την παραίτηση, χωρίς προσυνεννόηση, τριών Πρέσβεων.

Του διαπρεπούς συναδέλφου, πρόωρα χαμένου Δημήτρη Σέρμπου, κατ’εξοχήν υπηρεσιακώς αρμοδίου, αφού ήταν τότε, και μάλιστα για δεύτερη φορά, Διευθυντής Ελληνοτουρκικών Σχέσεων και Κυπριακού στο Υπουργείο Εξωτερικών.

Του Μιχάλη Δούντα, που έχει προσφέρει τα μέγιστα στην υπόθεση της Κύπρου και έχει συμβάλει όσο κανείς άλλος στην προσπάθεια να τοποθετηθεί η ελληνική εξω¬τερική πολιτική στη σωστή βάση, εκείνη της εθνικής ισχύος.

Παραιτήθηκα, επίσης, και εγώ, τότε Πρέσβυς της Ελλάδας στην Λευκωσία.

(Καθώς τα γράφω αυτά, μαθαίνω τον θάνατο του Μιχάλη Δούντα. Έφυγε και ο Μιχάλης, λίγο μετά τον δάσκαλό μου Πρέσβυ Αλέκο Ξύδη, τον Ανδρέα Μπίστη, τον Βαγγέλη Οικονομίδη, τον Στρατηγό Δημήτρη Ματαφιά. Διαφορετικοί άνθρωποι, με ένα κοινό γνώρισμα: την αγάπη για την Κύπρο).

Το Νταβός Παπανδρέου-Κάρολου Παπούλια θα έχει ως συνέχεια το Νταβός Μητσοτάκη-Αντώνη Σαμαρά.

Στο άλλοθι του ΟΗΕ θα προστεθεί εκείνο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παρά το ότι η απόφασή της να συμπεριλάβει την Κύπρο θα συνοδευθεί από την παρασκηνιακή αποδοχή, εκ μέρους της Λευκωσίας και της Αθήνας, των βασικών παραμέτρων αυτού που θα εμφανιστεί αργότερα ως Σχέδιο Ανάν. Και παρά το ότι οι δύο πρωτεύουσες θα παράσχουν την συγκατάθεσή τους για την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας χωρίς να ζητήσουν προηγούμενη άρση της κατοχής και του ψευδοκράτους, του εποικισμού και της μαζικής παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ούτε την διακρίβωση της τύχης των αγνοουμένων.

(Οι παραλείψεις ωφείλοντο όχι σε λόγους τακτικής, για να ζητηθούν αυτά κατά την διάρκεια των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, αλλά όπως φαίνεται πλέον καθαρά, σε οριστικές παραχωρήσεις.)

Χρησιμοποιείται δε η Ε.Ε. ως άλλοθι, καίτοι όλοι γνωρίζουν πως η πραγματική της φύση δεν μπορεί παρά να επηρεάζει τη συμπεριφορά της.

Κατόπιν των ανωτέρω, δεν είναι περίεργα όσα συνέβησαν με το Σχέδιο Ανάν. Η αποδοχή του, εδώ και στη Λευκωσία, ως βάσης διαπραγμάτευσης. Οι δηλώσεις των κοινοτικών εκπροσώπων. Η εξουσιοδότηση εν λευκώ προς τον Γενικό Γραμματέα στη Νέα Υόρκη.

Το ιστορικό διάγγελμα του Προέδρου Τάσσου Παπαδόπουλου και η ψήφος του κυπριακού λαού απέτρεψαν την καταστροφή.

Μόνον, όμως, προσωρινά. Διότι η Κύπρος εξακολουθεί να βρίσκεται μεταξύ της Σκύλλας, κάποιας παραλλαγής του Σχεδίου Ανάν, (κάθε τέτοια παραλλαγή δεν μπορεί παρά να είναι ολέθρια), και της Χάρυβδης της νομιμοποίησης των πραγμάτων όπως έχουν τώρα.

Και για μεν το μοντέλο Ανάν αρκετά έχουν λεχθεί και πάντως οι Κύπριοι απεφάνθησαν.

Αυτό που ίσως δεν έχει αρκετά τονισθεί είναι το απαράδεκτο της δεύτερης προοπτικής. Ακόμα και αν αυτή θεωρηθεί μη χείρον σε σύγκριση με τη «διζωνική-δικοινοτική ομοσπονδία».

Διότι οριστική παγίωση των σημερινών συνθηκών σημαίνει:

(α) μονιμοποίηση και νομιμοποίηση της κατοχής, της εθνοκάθαρσης, του εποικισμού και του εκτουρκισμού των κατεχομένων,

(β) εγκατάλειψη του Κυπριακού Ελληνισμού στο έλεος της Τουρκίας, διότι, αν δείξουμε πως είμαστε τόσο υποχωρητικοί και αδύναμοι, ώστε να ανεχθούμε διχοτόμηση, αποκλείεται η Τουρκία να δεχθεί την δημιουργία πραγματικά ανεξάρτητου κράτους στο νότο της Κύπρου, δηλαδή κράτους με πλήρη δυνατότητα στρατιωτικής άμυνας και α¬πηλλαγμένου από τουρκικές (και βρετανικές) δουλείες,

(γ) βαρειά σκιά, που η νόμιμη πλέον Τουρκική Δημοκρατία Βόρειας Κύ¬πρου και δι’αυτής η Άγκυρα, θα ρίχνει πάνω στην νότια Κύπρο,

(δ) δυνατότητα τουρκικής προβοκάτσιας και κατάληψης των νοτίων κυπριακών περιοχών,

(ε) συνεχιζόμενη ελληνική εθνική ταπείνωση, αποδυνάμωση του εθνικού μας φρονήματος, μείωση του διεθνούς μας κύρους,

(στ) κάκιστο προηγούμενο για το Αιγαίο και τη Θράκη.

Ας μην ονειρεύονται δε ορισμένοι αρμονική όσμωση δύο κυπριακών κρατών μέσα σε μια Ευρωπαϊκή Ένωση η οποία, περιλαμβάνουσα και την Τουρκία, θα επέτρεπε στους Έλληνες να κυριαρχούν οικονομικά και πνευματικά στην ευρύτερη περιοχή μας. Η φύση και η μέχρι τώρα διαγωγή της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν θα έπρεπε να αφήνουν περιθώρια σε τέτοιες φαντασιώσεις.

Επί τριάντα δύο χρόνια, από την εισβολή μέχρι σήμερα, υποβάλλεται, σε αντίθεση με την επίσημη ελληνική πολιτική, η πρόταση επανατοποθέτησης του Κυπριακού ως θέματος «παραβίασης των βασικοτέρων αρχών του Διεθνούς Δικαίου και των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων», ακριβώς όπως ετόνιζε, ο Μακάριος στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, την 2α Οκτωβρίου του 1974. Μια τέτοια επανατοποθέτηση θα μπορούσε να είχε γίνει δια μιάς, με αξιοποίηση ευκαιριών, όπως όταν ανακηρύχθηκε το ψευδοκράτος, όταν ο Ντενκτάς εγκατέλειπε τις συμφωνίες «υψηλού επιπέδου» ζητώντας λύση με δύο κράτη, ή μετά το ΟΧΙ της 24ης Απριλίου του 2004.

Θα μπορούσε, ακόμα, η επανατοποθέτηση να βασισθεί στον εποικισμό (με τον οποίο τόσο λίγο ασχοληθήκαμε σοβαρά). Ή θα μπορούσε να είναι «μοτίβο» που θα «έμπαινε» σιγά-σιγά. Τίποτε από αυτά δεν έγινε.

Η επίσημη απάντηση ήταν πως οι πιέσεις του «ξένου παράγοντα» και ο συσχετισμός δυνάμεων Ελλάδας-Τουρκίας δεν το επέτρεπαν.

Αλλά οι «πιέσεις» ήσαν, στην πραγματικότητα, μπλόφες, ακόμα ει δυνατόν περισσότερο από τις απειλές του Κίσσινγκερ το 1974.

Και ο συνεχώς επιδεινούμενος συσχετισμός δυνάμεων οφειλόταν σε δικές μας επιλογές.

Σταδιακή αυτοαποδυνάμωση στον διπλωματικό τομέα, όχι μόνο στο Κυπριακό, αλλά και στο Αιγαίο, και στη Θράκη.

Όπως και στην άμυνα, στην παιδεία, και σε άλλες συνιστώσες της κρίσης που μας μαστίζει και που περιλαμβάνει, βέβαια, τις οικονομικές ανισότητες, την ανεργία, την περιθωριοποίηση, την αλλοτρίωση.

Η επανατοποθέτηση του Κυπριακού προϋποθέτει βαθύτατες κοινωνικές μεταβολές, στην Ελλάδα και στην Κύπρο.-

Θέμου Χ. Στοφορόπουλου

http://www.vimadiplomaton.gr/dimosiefseis/diplomatia/to-kupriako-omiros-tou-realismou.html

http://www.greece.orghttp://www.greece.org/archives/hellenic-professors-phds.html

2 σχόλια:

  1. Τσιμενταρισμένες αλήθειες απο τον πρέσβυ Θεμο Στοφορόπουλο για την πορεια των Ελληνοτουρκικων και το Κυπριακο.

    Η προκαθορισμενη πορεία προς την υποτέλεια ερήμην του Λαου....

    Και τέλος οι σωστες προτασεις του πρέσβυ τις οποίες ασπάζεται η πλειοψηφία των Ελλήνων αλλα τις πολεμα η πλειοψηφία των πολιτικών ηγεσιων και η πλειοψηφία των ΜΜΕ[=Μεσων Μαζικής Εξαπατησης]

    Ειμαστε αισιόδοξοι οτι ο Ελληνικος και ο Κυπριακος Λαος θα ανατρέψει -με δημοκρατικη δυναμη και μεσα-την πορεία προς την υποτέλεια.

    Δημητρης Αλευρομαγειρος

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. ΕΝΑ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ ΠΡΕΣΒΥ κ. ΣΤΟΦΟΡΟΠΟΥΛΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΟ-ΤΟΥΡΚΙΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ, ΥΣΤΕΡΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΔΟΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑΣ 50 ΕΤΙΑΣ

    ΑΜΦΙΚΤΥΩΝ

    ΑπάντησηΔιαγραφή