Τρίτη 9 Μαρτίου 2010

ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΕΘΕΛΟΝΤΙΣΜΟ

ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΕΘΕΛΟΝΤΙΣΜΟ

Οι πιο σύγχρονες κοινωνιολογικές προσεγγίσεις, τόσο στην πατρίδα μας όσο και στη "φωτισμένη εσπερία" αναγνωρίζουν στην κοινωνία ένα, δύο ή και περισσότερα πλέγματα αντιλήψεων που αλληλεξαρτόμενα συγκροτούν εν τέλει τον "πολιτισμό" κάθε συλλογικότητας. Τον πολιτισμό, ως τρόπο που η συλλογικότητα αντιλαμβάνεται τα πράγματα. Ως τρόπο, με βάση τον οποίο η κοινωνία θέτει τις προτεραιότητες των αναγκών της και συνακόλουθα τη δρομολόγηση της υλοποίησης τους.

                Αν συχνά στη χώρα μας ψηλαφίζουμε -μερικές φορές σπάζοντας και τα προσωπικά μας "μούτρα"-τη σύγχυση αυτών των προτεραιοτήτων, από τα πολύ απλά μέχρι τα καίρια και ουσιώδη, αν συχνά είμαστε αντιμέτωποι με την στρεβλή αντίληψη ακόμη και των αυτονόητων, οφείλεται ακριβώς στην ατέρμονη σύγκρουση δύο "πολιτισμών", δύο διαφορετικών τρόπων να αντιλαμβανόμαστε τα πράγματα, δύο διαφορετικών αξιολογήσεων των προτεραιοτήτων μας.

                Το αξεδιάλυτο αυτό κουβάρι, συνίσταται στη χώρα μας απο δύο βασικά ρεύματα, που εν πολλοίς μπορεί κανείς να συναντήσει, τόσο σε ατομικό επίπεδο-αυτοψυχαναλυόμενος-, όσο και στο επίπεδο της όποιας συλλογικότητας. Κομματικής, συνδικαλιστικής, κοινωνικής, πολιτισμικής, θα έλεγε κανείς ίσως, ακόμη και σε επίπεδο οικογένειας.

                Δεν είναι του παρόντος η περαιτέρω ανάλυση αυτού του διπολισμού, του συχνά μάλιστα διαλυτικού, με την ιστορία μας αψευδή μάρτυρα. Επισημαίνουμε μόνο -και σε αδρές γραμμές- πως η χώρα διατρέχεται:

α) αφ' ενός από ένα ρεύμα που θα ονομάζουμε για λόγους συνενόησης "ελληνική παράδοση" και αφορά στις προτεραιότητες, στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τα πράγματα, όπως μας έχει παραδοθεί από την "μεγάλη αφήγηση" των παπούδων μας, συμπεριλαμβάνοντας εδώ τις αντιλήψεις και προτεραιότητες βίου της ελληνικής διαχρονίας μέχρι ουσιαστικά το 1204 ή κατ' άλλους την επανάσταση του 1821 και

β) αφ' ετέρου την δυτική ατομοκεντρική νοοτροπία που εγκαθιδρύθηκε ως "νικήτρια" παράδοση και ισχύει ως το σήμερα και που για λόγους συνενόησης θα ονομάζουμε "δυτική παράδοση".

                Είναι φανερό, μιλώντας με τέτοιους όρους, ότι πρόκειται για την επικυριαρχία της "δυτικής παράδοσης" που καλύπτει ουσιαστικά με ένα συχνά αδιαπέραστο κέλυφος τη δευτερεύουσα "ελληνική παράδοση". Να εντοπίσουμε στο σημείο αυτό, ότι η ανάλυση αυτή, δεν σημαίνει αναγκαστικά και παράθεση κάποιας αξιολογικής κρίσης για το ποιά από τις δύο παραδόσεις είναι "καλύτερη" κ.λπ.

                Η σύγκρουση αυτή ενυπάρχει στην ελληνική κοινωνία, διαμορφώνοντας συχνά τους όρους μια ιδιότυπης  "εθνικής σχιζοφρένειας " και προσλαμβάνοντας ανά καιρούς διάφορες μορφές ή ονομασίες. Από τους βυζαντινούς ενωτικούς και ανθενωτικούς, τους ησυχαστές και τους αντιησυχαστές, τους κολλυβάδες και τους διαφωτιστές, τους δημοτικιστές και τους καθαρούς,τους προοδευτικούς και τους συντηρητικούς, μέχρι τους εκσυγχρονιστές και δεν ξέρω τι άλλο στις μέρες μας.

                Εν τούτοις, είναι αυτονόητο ίσως, ότι δεν καταφέραμε ακόμη ως κοινωνία, παρά τις ανελέητες σχετικές συγκρούσεις, να αποφασίσουμε οριστικά ποιά παράδοση επιλέγουμε. Ή ποιά συστατικά στοιχεία της μιάς ή της άλλης επιλέγουμε συνειδητά για να συνθέσουμε την «μεγάλη αφήγηση» του σήμερα και του μέλλοντος μας.  Δεν καταφέραμε να ξεκαθαρίσουμε ποιά ιεράρχιση προτεραιοτήτων είναι στ' αλήθεια συμβατή με τα μεγάλα κοινωνικά μας "θέλω". Για παράδειγμα, και εντελώς ενδεικτικά, άλλη παράδοση ορίζει ως προτεραιότητα τον "κατ' αλήθεια βίο", την άνοδο του κατά κεφαλήν επιπέδου ανθρωπιάς και άλλη παράδοση ορίζει ως προτεραιότητα την άνοδο του κατά κεφαλήν εισοδήματος, της καταναλωτικής ευημερίας. Είναι προφανές ότι, άλλες παραγωγικές δομές, άλλη οικονομία, άλλο εκπαιδευτικό σύστημα και άλλη δημοκρατία, έχει κανείς στην μια περίπτωση και άλλη στην άλλη. Επαναλαμβάνουμε ότι δεν αξιολογούμε –προς το παρόν τουλάχιστον- τις δύο εκδοχές. Καταθέτουμε απλώς την κοινή λογική ότι δεν μπορούν και τα δύο να είναι προτεραιότητα. Δηλαδή, δεν μπορεί να τίθεται επί δεκαετίες ως εθνικός στόχος η οικονομική ανάπτυξη και ευημερία η στηριγμένη στο δυτικοευρωπαϊκό καπιταλιστικό πρότυπο και ταυτόχρονα να αρνούμαστε να υποστούμε τις δυσμενείς συνέπειες  του εργαλειακού ορθολογισμού. Δεν μπορεί να διεκδικούμε την διαρκή και αέναη αύξηση της καταναλωτικής ευωχίας δίχως την ένταξη μας  σ' εκείνα τα οργανωτικά πρότυπα που είναι γνωστό πια ότι παγιδεύουν και αλλοτριώνουν την ανθρώπινη ύπαρξη.  Δεν μπορεί να καταναλώνει κανείς σαν Γερμανός και να εργάζεται σαν Μεξικάνος. Δεν μπορεί να διεκδικεί κανείς  την λειτουργικότητα κράτους ανάλογη του γερμανικού και ταυτόχρονα να μην ομνύει νυχθημερόν στην θεότητα της ισχύος του.  Ή είναι κανείς προτεστάντης και «η εργασία απελευθερώνει» ή είναι ορθόδοξος και «η πολύ δουλειά τρώει τον αφέντη".  Ή διεκδικεί κανείς την προσωπική του ενηλικίωση αποδεχόμενος και την εξ΄αυτής επικινδυνότητα ή αρνείται την ενηλικίωση του και επαφίεται στον καλό «πατερούλη» ηγέτη, κράτος, μεσσία, κόμμα, αφεντικό, εργοδότη, ψυχαναλυτή κ.λπ. Ή είναι κανείς δημόσιος λειτουργός με την εξασφάλιση που παρέχει η θέση  ή αναλαμβάνει το ρίσκο της επιχιερηματικής δράσης. Δεν μπορεί να είναι κανείς δημόσιος λειτουργός με δράση και απολαβές επιχειρηματία (διαφθορά) , ούτε μπορεί να είναι επιχειρηματίας με επενδύσεις, όγκο εργασίας και ρίσκο ανάλογο δημοσίου υπαλλήλου (έλλειμα επιχειρηματικότητας)  Ή με το Γιάννη ή με το θεριό, που λένε και στο χωριό μου.

                Η κρίση που διέρχεται η κοινωνία μας, αυτό ακριβώς το στοιχείο εντοπίζει.  Είναι φανερό ότι ήρθε ο χρόνος της διάκρισης. Οφείλουμε να δια-κρίνουμε σαν κοινωνία, που θέλουμε να το πάμε! Τώρα η Ιστορία, με κεφαλαία γράμματα, αποφάσισε να λύσει τον γόρδιο ελληνικό δεσμό. Γι' αυτό και τώρα είναι εφικτή μια διάσπαση του σκληρημένου κελύφους της κυρίαρχης "δυτικής παράδοσης" και η άντληση κρίσιμων αποθεμάτων "κοινωνικής ενέργειας" από την δευτερεύουσα και καλλυμένη "ελληνική παράδοση". Όταν πλέον, ακόμη και οι πιο συνεπείς εκφραστές της «δυτικής παράδοσης» επικαλούνται με άρθρα τους την «ανθρωπιά», το «επιτέλους φτωχοί», την λησμονημένη μας καθημερινότητα κ.λπ. γίνεται αντιληπτό ότι το κέλυφος της «ευρωλατρείας» παρουσιάζει σοβαρές ρωγμές. Συνεκτικά -για κάθε συλλογικότητα- στοιχεία όπως η αλληλεγγύη, η ανθρώπινη ζεστασιά, η κοινωνικότητα, η εθελούσια αυτοπροσφορά, η επαν-ιεροποίηση παραγόντων της ανθρώπινης συνύπαρξης, η αδιαμεσολάβητη συμμετοχή, χαρακτηριστικά που η ξεχασμένη παράδοση μας μπορεί να προσφέρει ακόμη με απλοχεριά, θα αναδεικνύονται όλο και περισσότερο μέσα απο τις ρηγματώσεις του δυτικού προτύπου.

                Έχω τη βεβαιότητα ότι τέτοια στοιχεία θα προσεγγίζουμε όλοι μας εμπειρικά και βιωματικά στην καθημερινότητα μας, όλο και πιο συχνά ως παρήγορη -ελπίζω- έκπληξη αληθινής ζωής. Το ερώτημα που τίθεται επομένως είναι, πώς και με ποιές διαδικασίες αυτή η ας πούμε άτυπη ανθρωπιά, μπορεί να μετασχηματίζεται σε οργανωμένο και λειτουργικό τρόπο βελτιστοποίησης της κοινωνικής αποτελεσματικότητας. Πώς δηλαδή, με άλλα λόγια, η ανθρώπινη εγγενής "ζεστασιά" του σύγχρονου Έλληνα, -"ζεστασιά" που αντλεί τη θέρμη της απο τα πρώιμα κοινοτικά στάδια οργάνωσης της κοινωνίας μας- μπορεί να "παροχετευθεί" σε διαδικασίες που να συντελούν στην ανοικοδόμηση και εδραίωση μιας πιο ανθρώπινης πολιτείας και κοινωνίας. Ή ακόμη πώς η δημιουργικότητα του λαού μας, μπορεί να διαρρήξει τον κυρίαρχο παρασιτισμό, όχι ως μεμονωμένη περίπτωση, αλλά ως συστατικό στοιχείο μιας νέας εθνικής ταυτότητας.   

                Μαρτυρίες για την -με θεαματικά αποτελέσματα- εφικτότητα μιας τέτοιας προσπάθειας, μπορούμε να αναζητήσουμε σε κοινωνικές δομές με άλλες δευτερεύουσες ("ηττημένες") παραδόσεις, όπως για παράδειγμα στον μουσουλμανικό χώρο. Άσχετα αν η εκεί διάρηξη του κελύφους της κυρίαρχης δυτικής παράδοσης οδηγεί συχνά σε φονταμεταλιστικές εξελίξεις –και στη χώρα μας βεβαίως ενυπάρχει ο κίνδυνος αυτός-, με όλες τις αρνητικές συνεπαγωγές, οφείλουμε να διαπιστώσουμε την ανάδυση κρίσιμων στοιχείων. Χαρακτηριστικότερη περίπτωση όλων ίσως, είναι η δράση της Χεζμπολάχ στον νότιο Λίβανο κατά τον πρόσφατο πόλεμο του 2006. Όπως καταγράφει το CNN «Η Χεζμπολάχ κάνει όλα όσα πρέπει να κάνει μια κυβέρνηση. Από το να μαζεύει τα σκουπίδια έως να λειτουργεί νοσοκομεία και να επισκευάζει σχολεία».Παράλληλα, επεκτείνει τη διείσδυσή της στη βάση με την παροχή των κοινωνικών υπηρεσιών και της υγειονομικής περίθαλψης. Άρα, πίσω απο τη συντριβή της Ισραηλινής πολεμικής μηχανής, οφείλουμε να εντοπίσουμε την ανάδειξη ενός νέου κοινωνικού μορφώματος που παρεμβαίνει δυναμικά στην καθημερινότητα του πολίτη μέσα απο ένα εκτεταμένο δίκτυο εθελοντισμού, περισσότερο συμβατό με την προ-δυτική παράδοση της περιοχής. Αυτό μάλιστα σε ένα χώρο διαβρωμένο απο τις αποικιοκρατικές δυνάμεις πολύ περισσότερο από ότι ο ελληνικός χώρος. Ας μην μας διαφεύγει ότι ο Λίβανος υπήρξε για σειρά ετών η Μέκκα του μεταπρατικού καπιταλισμού της Μέσης Ανατολής, με ότι αυτό συνεπάγεται για τη διαμόρφωση της κοινωνικής συνείδησης και άρα για την ισχύ των νεωτερικών δυτικών προτύπων. Συμπερασματικά, και όσο και αν η προσέγγιση αυτή μπορεί να μοιάζει για κάποιους αιρετική, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε -άσχετα απο τα συνοδά φαινόμενα φονταμεταλισμού- ότι είναι εφικτή η αποδιάρθρωση των κυρίαρχων παραδόσεων και η άμεση προσφυγή σε δευτερεύουσες παραδόσεις, με τέτοια μάλιστα αποτελεσματικότητα, που μπορεί να φτάνει και στο επίπεδο του πολίτη-οπλίτη με ότι αυτό συνεπάγεται.

                Κρίσιμος «πολιορκητικός κριός» διάρρηξης οφείλει να είναι ένας νέος εθελοντισμός. Ένας πολιτικός εθελοντισμός.            Προς αυτή την κατεύθυνση χρειαζόμαστε πριν απ' όλα να επαναπροσδιορίσουμε την έννοια του εθελοντισμού, διευρύνοντας το πεδίο δράσης του, πέραν των "εύκολων" "φιλανθρωπικών" εκδηλώσεων, που εξαντλούνται εν τέλει στην κοινωνική αποενοχοποίηση ή στην "μπαλωματική" διεκπεραίωση της κρατικής υστέρησης. Προφανώς ο εθελοντισμός θα παραμένει η χωρίς αντάλλαγμα και χωρίς καταναγκασμό προσφορά, η στόχευση του όμως οφείλει να συμπεριλάβει μια ευρύτερη σειρά απο καινούργια ζητήματα και δίχως να αποκλείνει απο έναν κεντρικό και ουσιώδη στόχο. Το στόχο του περιορισμού και εν τέλει της άρσης των συνεπειών της άσχετης συνύπαρξης ακοινώνητων μοναχικών υπάρξεων. Οφείλει ο νέος εθελοντισμός να υπηρετεί, όχι την ανούσια ανθρώπινη συσχέτιση, αλλά την ουσιαστική ανθρώπινη σχέση. Όχι την αυτάρεσκη εγωτική φιλανθρωπία, αλλά την αφειδώλευτη προσωπική ανθρωπιά. Με τον τρόπο αυτό, για παράδειγμα, το να φυτεύεις ένα δέντρο σε μια καμμένη περιοχή είναι σπουδαία εθελοντική δράση. Το να είσαι σε θέση όμως να το φυτεύεις μαζί με το παιδί του γείτονα σου και να παρακολουθείς στην συνέχεια την ανάπτυξη και των δύο, αναγορεύει μια απλή διαδικασία σε ευκαιρία διαρκούς και ουσιαστικής ανθρώπινης συνάντησης. Ευκαιρία αληθινής σχέσης. Αυτή η απουσία πληρότητας είναι η καλύτερη αιτιολόγηση, η πληρέστερη ερμηνεία, στο γιατί το αίτημα του εθελοντισμού προσκρούει συχνά στην ειρωνική απάντηση-ερώτηση "καλά, για μαλάκες ψάχνουν;".

                Αυτή η αναγνώριση, μπορεί να λειτουργήσει καταλυτικά στη διεύρυνση των εθελοντικών δράσεων, που δεν θα περιορίζονται πια στα ελάχιστα "ευαισθητοποιημένα" τμήματα της κοινωνίας. Γιατί είναι μάλλον εμφανές ότι οι εθελοντικές δραστηριότητες που δεν συνοδεύονται από μια αίσθηση πληρωματικής σχέσης -μοναδικό αντάλλαγμα στην εθελούσια αυτοπροσφορά- είναι καταδικασμένες να εξαντλούνται πρόωρα, να περιορίζονται στα έχοντα την "εθελοντική πολυτέλεια" κοινωνικά στρώματα ή να εκφυλίζονται σε συλλογικότητες "σφραγίδες", που εξυπηρετούν ιδιοτελείς στοχεύσεις και ατομικές στρατηγικές κοινωνικής και οικονομικής ανέλιξης.

                 Άλλο ζωτικό χαρακτηριστικό ενός νέου εθελοντισμού, οφείλει να είναι η τοπικότητα και το μικρό μέγεθος των δράσεων του. Η τοπικότητα, όχι με την έννοια ενός "επαρχιώτικου" μεινονεκτικού περιορισμού, αλλά με την επίγνωση της τοπικότητας ως αφετηρίας των δράσεων του. Με άλλα λόγια, εθελοντικές δράσεις σε επίπεδο γειτονιάς είναι προϋπόθεση για την περαιτέρω ανάπτυξη ενός γνήσιου εθελοντικού κινήματος, που μπορεί να αποκτά και μαζικά χαρακτηριστικά, δεν αρνείται όμως ούτε στιγμή την αφετηριακή του βάση, απο όπου αντλεί την νομιμοποίηση και την δυναμική του. Με αυτά τα ιδιαίτερα τοπικά χαρακτηριστικά συμμετέχει σε ευρύτερες εθελοντικές συλλογικότητες, δίχως όμως να εκπίπτει σε τοπικιστικές εκδοχές που αναιρούν την ίδια την εθελοντική ουσία του. Στην ίδια κατεύθυνση οφείλει να διατηρεί την μικρή του κλίμακα, χάρις στην οποία συνίσταται η υπαρξιακή του ενότητα. Χωρίς την μικρή κλίμακα η ανθρώπινη ύπαρξη, συνύπαρξη και πράξη, εκπίπτει από το επίπεδο της σχέσης στο επίπεδο της απλή συσχέτισης ή σύγκρισης, χαμένη στον ωκεανό μιας ανυπόφορης μάζας, ακυρώνοντας έτσι το ιδρυτικό περιεχόμενο της έννοιας του εθελοντισμού.

                Η επίτευξη αλληλεπιδράσεων με πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα οφείλει να είναι μια ακόμη παράμετρος για διερεύνηση. Πώς δηλαδή μια εθελοντική δράση με τα χαρακτηριστικά και τις προϋποθέσεις που αναφέρουμε εδώ, μπορεί να δρά σχεδόν ταυτόχρονα σε πολλά πεδία. Με την έννοια αυτή, μια εθελοντική δράση ενός νέου που φυτεύει ένα δένδρο, είναι ανόητη, δηλαδή χωρίς νόημα, αν αυτή η δράση δεν συνοδεύεται από την βιωματική προσωπική πρόσβαση στη γνώση της γέννησης, της ανάπτυξης και του θανάτου ενός φυτού. Θυμίζει τον πιτσιρικά που θεωρεί ότι το γάλα παράγεtαι απο μια τεράστια αγελαδομηχανή κρυμμένη κάπου στο βάθος του supermarket. Είναι το ίδιο ανόητη αν δεν συνοδεύεται από την πρόσβαση στη γνώση της παραγωγής που απαιτεί προσωπική πολύχρονη κόπωση και μόχθο, δίχως να παραγράφεται ο κίνδυνος της αποτυχίας. Δηλαδή δεν νοείται εθελοντική δράση που δεν διαθέτει και παιδευτικά βιωματικά χαρακτηριστικά. Που δεν αγγίζει δηλαδή και το πεδίο της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Όταν, για παράδειγμα, οι πλακόστρωτοι δρόμοι της σύγχρονης Ρώμης κατασκευάστηκαν με την εθελοντική εργασία δεκάδων χιλιάδων μαθητών και υπο την καθοδήγηση του Δήμου της πόλης, οι τότε μαθητές θυμούνται ακόμη σήμερα την απίστευτων απαιτήσεων διαδικασία αρμολόγησης των πλακιδίων, και τα βιωματικά μαθήματα "κοινωνικής συναρμολόγησης" που εισέπραξαν -εκτός των άλλων- από την κοινή αυτή προσπάθεια.

                Πέραν αυτών, και σε ότι αφορά τους τομείς όπου οι εθελοντικές δράσεις είναι άμεσα αναγκαίες για την ελληνική κοινωνία, είναι -και μάλλον όχι τυχαία- οι "κοινωνικές περιοχές" στις οποίες η σύγκρουση των δύο παραδόσεων που αναφέρουμε παραπάνω, διαμορφώνει κρίσιμα κενά και ελλείματα. Πρώτο και κυρίαρχο το συνολικό έλλειμα της δημόσιας παρέμβασης. Η πολιτειακή απουσία ή ελλειματική παρουσία της πολιτείας. Η παιδεία, η υγεία, η απασχόληση, το ευρύτερο περιβάλλον αλλά και η επιχειρηματικότητα, είναι μερικά μόνο από τα πεδία όπου η ελλειματική δημόσια παρουσία, "αφήνει" πεδίο δόξας λαμπρό για την εθελοντική δραστηριοποίηση. Δεν είναι του παρόντος, αλλά θα πρέπει να σημειώσουμε στο σημείο αυτό, πως ακριβώς αυτή η πολιτειακή-κρατική απουσία, ίσως να οφείλεται στο γεγονός ότι στον ελλαδικό χώρο και μέχρι την ίδρυση του ελληνικού κράτους -σε αντίθεση με την δυτική Ευρώπη- το μεγαλύτερρο μέρος αυτών των δράσεων ήταν αποκλειστικό αντικείμενο μη κρατικών παραγόντων. Ο ελληνικός κοινοτισμός, τα εισνάφια και οι συντεχίες αναλάμβαναν -συχνά μάλιστα με εξαιρετική επάρκεια- την εκπλήρωση αυτής της "κρατικής αποστολής". Επομένως, και στο βαθμό που οι μηχανισμοί του κράτους επιμένουν να μην ανταποκρίνονται με επάρκεια στα κρίσιμα αυτά κοινωνικά αιτήματα, ίσως να μην είναι εντελώς ανέφικτη μια επανεργοποίηση των εν υπνώσει αυτών μηχανισμών κοινωνικής αυτορύθμισης.

                Παραδειγματικά, ένας καθηγητής μέσης εκπαίδευσης που προσφέρει μια ώρα τη εβδομάδα σε προετοιμασία μαθητών, ένας λογιστής που προσφέρει συμβουλευτικές υπηρεσίες μια ώρα την εβδομάδα σε μικρούς ή νέους επιχειρηματίες, ένας ψυχολόγος που προσφέρει τις καλές του υπηρεσίες μια ώρα την εβδομάδα σε νέους και γονείς, μια τάξη μαθητών που καταφέρνουν σαν ομάδα να χρωματίσουν μια αίθουσα διδασκαλίας μικρότερων μαθητών, ένας γιατρός που προσφέρει δωρεάν τις διαγνωστικές του υπηρεσίες για μια ώρα την εβδομάδα, ένας δημόσιος υπάλληλος που παρέχει για μία ώρα την εβδομάδα τις "γραφειοκρατικές" του γνώσεις, ένας δικηγόρος, ακόμη και ένας τεχνίτης ξυλουργός που εκπαιδεύει παιδιά, συγκροτούν ενδεικτικά παραδείγματα μια νέας δυναμικής που μπορεί να αποτελέσει τον κρίσιμο παράγοντα για μια κοινωνία, αν μη τι άλλο, περισσότερο ανθρώπινη. Για να αντιληφθεί κανείς τη δυναμική ενός τέτοιου εθελοντισμού, δεν έχει παρά να πολλαπαλασιάσει μια εργατοώρα την εβδομάδα από χίλιους εθελοντες για έναν χρόνο με μέσο κόστος 20 ευρώ και να φτάσει περίπου στο ποσό του 1.000.000 ευρώ. Φανταστείτε εκατό χιλιάδες εθελοντές με 2 ώρες την εβδομάδα. 200 εκατ. ευρώ. Ένα μαζικό εθελοντικό κίνημα, μπορεί να είναι ανατρεπτικό του ΑΕΠ της χώρας. Κυρίως όμως μπορεί να είναι ανατρεπτικό των ποιοτικών χαρακτηριστικών της κοινωνίας μας. Μπορεί να διαμορφώσει καινούργιο πολιτισμό. Καινούργιο τρόπο να αντιλαμβανόμαστε την ανθρώπινη ύπαρξη, την συνύπαρξη και την πράξη. Άρα, εν τέλει, ένα τέτοιο εθελοντικό κίνημα, μπορεί να είναι πολιτικό κίνημα, με την έννοια ότι θα επανακαθορίσει εν τοις πράγμασι το περιεχόμενο της Πόλης και του Πολίτη.  Ένα νέο εθελοντικό κίνημα μπορεί να βγάλει τη ζωή μας περισσότερο αληθινή. Μπορεί να κάνει πραγματική πολιτική, δείχνοντας την έξοδο από την κρίση και τον παρασιτισμό. Δεν απομένει παρά οι όποιες δημιουργικές δυνάμεις του τόπου, να αναλάβουν τις πρωτοβουλίες για τη διαμόρφωσή του. Αν μη τι άλλο, η καθημερινότητα όσων εμπλακούν θα είναι λιγώτερο ψευτισμένη, ενώ παράλληλα θα αναδεικνύεται η μεγάλη διάκριση. Πολιτική είναι η καθημερινή αφειδώλευτη προσφορά στον απέναντι Άλλο και όχι η εξουσιαστική ψευδο-τέχνη του δήθεν εφικτού.

 ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗΣ

09.03.10      


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου