Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2010

20091230 Διασπορά ψευδών ελπίδων…


Διασπορά ψευδών ελπίδων…



Τετάρτη, 30 Δεκέμβριος 2009 01:23



ΕκτύπωσηPDF






Οι σχεδιασμοί της Κομισιόν, η ανεξέλεγκτη αποβιομηχανοποίηση και ο ανατροφοδοτούμενος φαύλος κύκλος του χρέους, «προδιαγράφουν» την ολοκληρωτική απώλεια της ανεξαρτησίας μας





Μετά την οδυνηρή, διεθνή «εμπειρία» της Lehman Brothers, θεωρούμε ότι πολύ δύσκολα θα επαναληφθούν στο μέλλον «συστημικά» λάθη τέτοιου μεγέθους και «καταστροφικότητας» - πόσο μάλλον όταν πρόκειται για κυρίαρχες χώρες και μάλιστα για μέλη διακρατικών ενώσεων. Η άποψη μας ενισχύεται πλέον από το γεγονός ότι, ακόμη και οι ειδικοί του γερμανικού κοινοβουλίου, οι οποίοι ανέλυσαν την ενδεχόμενη αδυναμία της χώρας μας να ανταπεξέλθει με την πληρωμή των χρεών της, κατέληξαν στο συμπέρασμα πως δεν επιτρέπεται  να αποκλεισθεί ένα μέλος της Ευρωζώνης - να «εκδιωχθεί» δηλαδή, λόγω χρεοκοπίας.



Εν τούτοις, κατά τους ίδιους, η μη τήρηση εκ μέρους ενός κράτους-μέλους των κοινών «νομισματικών κανόνων» (η πτώχευση είναι το αποκορύφωμα μίας τέτοιας «απειθαρχίας»), μπορεί να οδηγήσει στο να τεθεί σε «διαθεσιμότητα»: για παράδειγμα, στους συνεχείς και «στενούς» ελέγχους της κυβέρνησης του, καθώς επίσης στην απώλεια της ψήφου του στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο - στη στέρηση δηλαδή των δημοκρατικών (εκλογικών) του δικαιωμάτων!!



Η Ε.Ε., κατά την άποψη μας και χωρίς να αποκλείουμε κανένα άλλο ενδεχόμενο, δεν μπορεί να διακινδυνεύσει τη χρεοκοπία ενός κράτους-μέλους της ζώνης του Ευρώ, όταν δεν έχει ταυτόχρονα τη δυνατότητα να το «εκδιώξει» (στο άρθρο μας «Έξοδος από την Ευρωζώνη», έχουμε αναφερθεί αναλυτικά). Τα επακόλουθα άλλωστε ενός τέτοιου γεγονότος είναι πολύ δύσκολα προβλέψιμα - ακόμη περισσότερο, επειδή οι ευρωπαϊκές τράπεζες είναι σε μεγάλο βαθμό συνδεδεμένες μεταξύ τους. Για παράδειγμα, τα γερμανικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα έχουν δανείσει συνολικά 2.119 δις € εντός της Ευρώπης – 38 δις στην Ελλάδα, 183 δις € στην Ιρλανδία, 237 δις στην Ισπανία κοκ. Η μη πληρωμή επομένως των δανείων εκ μέρους μίας χώρας, θα είχε καταστροφικά αποτελέσματα στους ισολογισμούς των υπολοίπων -  «αλυσιδωτά» κατά κάποιον τρόπο, εκτός βέβαια από τον τεράστιο πανικό που θα προκαλούσε στις διεθνείς χρηματαγορές: οι επενδυτές θα απέσυραν αμέσως τα χρήματα τους, τουλάχιστον από τις «ελλειμματικές» χώρες.



Ο «σχεδιασμός» λοιπόν της Κομισιόν, η λύση δηλαδή στο «Ελληνικό αδιέξοδο» που φαίνεται να προκρίνεται (θα ακολουθήσει σύντομα το «Ιταλικό αδιέξοδο» κοκ), επικεντρώνεται στη δημιουργία ενός «ταμείου» ειδικών αναγκών, στο οποίο θα συνεισφέρουν όλες οι χώρες της Ε.Ε. Το ταμείο αυτό, ένα είδος ευρωπαϊκού ΔΝΤ (ειδικά η Γερμανία, αλλά και άλλα κράτη, δεν επιθυμούν την ανάμιξη του ΔΝΤ στις χώρες της Ευρωζώνης), θα δανείζει τα κράτη που τυχόν αντιμετωπίζουν πρόβλημα ρευστότητας, έναντι όμως πολύ αυστηρών μέτρων - υπό την ολοκληρωτική πλέον «επιτήρηση» των Βρυξελών και με πολύ επώδυνες κυρώσεις.



 



Το ουσιαστικό θέμα όμως της χώρας μας, όσο παράδοξο και αν ακούγεται, δεν είναι το από πού θα δανεισθεί στο μέλλον - ενδεχομένως το ΔΝΤ θα ήταν (δυστυχώς) προτιμότερο, εάν «παρείχε» χαμηλότερα επιτόκια, με λιγότερες απαιτήσεις. Το βασικό πρόβλημα είναι το πώς θα επιλύσει τα χρόνια προβλήματα της Οικονομίας της, τα γνωστά μας «διαρθρωτικά» - κυρίως δε το πως θα εξασφαλίσει την «ανασύσταση» του παραγωγικού της μηχανισμού, χωρίς τον οποίο θα καταλήξει ξανά στην ίδια θέση: πολύ πιο χρεωμένη. Το δημόσιο χρέος είναι ουσιαστικά μία «κινούμενη άμμος», μία «κεντροφόρα» πανίσχυρη δίνη που, όσο περισσότερο προσπαθεί να ξεφύγει ένα κράτος, πόσο μάλλον απεγνωσμένα και σπασμωδικά, τόσο πιο πολύ βυθίζεται στο θανάσιμο «εναγκαλισμό» της.   



 



Δυστυχώς, κάτι που δυσκολεύει «τα μέγιστα» τη χώρα μας, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι ένας χώρος ομοιόμορφων κρατών, αλλά ένα έντονα ανταγωνιστικό περιβάλλον, με ισχυρά κράτη που επιδιώκουν (εύλογα) την «ηγεμονία» της – γεγονός που αποδεικνύεται από την αντίθεση της Γερμανίας στη δημιουργία ενός κοινού Ευρωπαϊκού Οικονομικού Υπουργείου, το οποίο προτάθηκε από τη Γαλλία, ενός «Ευρωομολόγου» που ζητήθηκε από την Ιταλία και από διάφορα άλλα.



 



Η χώρα μας λοιπόν, επιλέγοντας την παραμονή της στην Ευρωζώνη, οφείλει όχι μόνο απλά να επιβιώσει, δανειζόμενη περαιτέρω αλλά, κυρίως, να καταφέρει να ανταγωνισθεί με επιτυχία όλα τα υπόλοιπα κράτη - έτσι ώστε να μην καταλήξει σε έναν «άβουλο δορυφόρο» ενός ευρωπαϊκού «μορφώματος», πίσω από το οποίο κινεί τα νήματα μία «σκοτεινή εξουσία» (δεν αναφερόμαστε φυσικά σε κάποια συνωμοσία, αλλά σε ένα εξόφθαλμο γεγονός). Είναι όμως σε θέση να το επιτύχει (εάν υποθέσουμε βέβαια ότι είναι βιώσιμο το Ευρώ), παρά τις διαφορετικές οικονομικές συνθήκες που επικρατούν στην Ευρώπη και την ανομοιομορφία των κρατών της;



 



Ας μην ξεχνάμε ότι, από οικονομικής «σκοπιάς», δεν θα έπρεπε ποτέ να είχε εισαχθεί το € σε μία περιοχή που δεν συνιστά «άριστο νομισματικό χώρο». Ο λόγος λοιπόν της απόφασης «εισαγωγής» του κοινού νομίσματος δεν μπορεί να ήταν οικονομικός (οι οικονομικές γνώσεις των ισχυρών, των ηγετικών μάλλον ευρωπαϊκών χωρών, είναι εκτός κάθε αμφιβολίας), αλλά πιθανότατα πολιτικός - στρατηγικός καλύτερα.



 



Επομένως, το «δράμα» που ζούμε σήμερα, θα μπορούσε να έχει προβλεφθεί πριν από πολλά χρόνια «εν αγνοία» μας (επίσης «εν αγνοία» πολλών άλλων ελλειμματικών χωρών) – πολύ περισσότερο όταν διαπιστώνουμε ολοκάθαρα μία «μονοδρομημένη» μέθοδο επίλυσης του, η οποία δεν προσπαθεί καθόλου να επικεντρωθεί στον πυρήνα του προβλήματος: στην «αποψίλωση» δηλαδή του παραγωγικού ιστού. Κάτω από αυτό το διαφορετικό πρίσμα, η χρηματοπιστωτική κρίση λειτουργεί προς όφελος των πλεονασματικών χωρών της Ε.Ε. – όπως επίσης προς όφελος των ελάχιστων άλλων κερδοφόρων Οικονομιών, στο παγκόσμιο «γίγνεσθαι» (ιδιαίτερα της Κίνας).



 



Για να τεκμηριώσουμε το συμπέρασμα μας, η Γερμανία (εν μέρει ίσως και η Γαλλία), αυξάνει συνεχώς την ανταγωνιστικότητα της – δυστυχώς «εις βάρος» των υπολοίπων Ευρωπαϊκών χωρών. Ταυτόχρονα «αποβιομηχανοποιεί» συστηματικά, με τη βοήθεια των «dumping» μισθών των εργαζομένων της και όχι μόνο, σχεδόν ολόκληρο τον «Ευρωχώρο». Κάτι τέτοιο λειτουργεί μόνο με τη βοήθεια του κοινού νομίσματος, του € δηλαδή - κυρίως επειδή η ζήτηση των γερμανικών προϊόντων αυξάνεται, λόγω της υπερχρέωσης των ελλειμματικών κρατών (έχουμε αναφερθεί αναλυτικά στο άρθρο μας «Ο αδύναμος κρίκος»).



 



Για την καλύτερη κατανόηση του θέματος, οφείλουμε να αναφέρουμε ότι στο «σύστημα» μας, τα χρήματα «δημιουργούνται» μόνο μέσω των χρεών (κατά το παράδειγμα των τραπεζών και της σχεδόν γεωμετρικά «πολλαπλασιαστικής» σχέσης μεταξύ των καταθέσεων και των πιστώσεων που έχουμε αναλύσει σε προηγούμενο άρθρο μας). Εάν λοιπόν μία χώρα εξάγει «πλεονασματικά», εάν δηλαδή οι «καθαρές εξαγωγές» είναι μεγαλύτερες των εισαγωγών της, τότε οι χώρες «καθαρής εισαγωγής» χρεώνονται απέναντι της, στο αντίστοιχο ποσόν που προκύπτει από τη διαφορά μεταξύ των εισαγωγών και των εξαγωγών τους (εμπορικό ισοζύγιο), για να αγοράσουν τα προϊόντα της.



 



Έτσι, δημιουργείται ένας αυτονόητος, ένας «ανατροφοδοτούμενος φαύλος κύκλος», επειδή τα συνεχώς αυξανόμενα χρέη οδηγούν έμμεσα (μεταξύ άλλων) σε υψηλότερο εργατικό κόστος, το οποίο «συμβάλλει» στην περαιτέρω αποβιομηχανοποίηση της χώρας που χρεώνεται – άρα σε όλο και μεγαλύτερη εξάρτηση της από τις εισαγωγές, με συνεχώς ακριβότερες τιμές αγοράς.  



 



Στο τέλος, μία τέτοια χώρα εξαρτάται σχεδόν απόλυτα από το νέο δανεισμό και τους δανειστές της: καταλήγει να επιβιώνει δηλαδή «τεχνητά», συνδεδεμένη άρρηκτα με έναν «πιστωτικό ορό». Εάν δε προσπαθήσει κανείς να την αποκόψει από τον «ορό», θα την οδηγήσει υποχρεωτικά σε απίστευτα καταστροφικές, κοινωνικές και άλλες «εκρήξεις», ενδεχομένως με παγκόσμια «εμβέλεια». Ειδικά όσον αφορά τη σχέση Ε.Ε. – Ελλάδας (Ιρλανδίας Ισπανίας, Ιταλίας, Λετονίας, Πολωνίας, Αυστρίας κλπ), η ποία «διέπεται» από τα παραπάνω, εάν η Ευρώπη δεν αναθεωρήσει δραστικά τις απόψεις της, τότε έχει τις παρακάτω «επιλογές»:



 



(α)  Να συνεχίσει να «επιδοτεί» την Ελληνική Οικονομία όπως, αργά ή γρήγορα,  και τις υπόλοιπες ελλειμματικές.



 



(β)  Να κλείσει ερμητικά τα σύνορα της, λαμβάνοντας αποστάσεις από την παγκοσμιοποίηση.



 



(γ)  Να δημιουργήσει μία νέα γενιά «πεινασμένων» οικονομικών μεταναστών, με τεράστια προβλήματα κοινωνικής ενσωμάτωσης.           



 



Αναλυτικότερα, ειδικά όσον αφορά τους «dumping» μισθούς που αναφέραμε, η Γερμανία δεν περιορίζεται μόνο στη σταθερότητα ή στη μείωση τους - σε πλήρη αντίθεση με την «αναγκαστική» αύξηση των μισθών των ελλειμματικών χωρών. Ουσιαστικά, οι μισθοί επιδοτούνται από το κράτος, επαυξημένα σε περιόδους ύφεσης, παρά το ότι κάτι τέτοιο «διαστρεβλώνει» τον ανταγωνισμό και οφείλει να «τιμωρείται» από την Ε.Ε. (οι άμεσες επιδοτήσεις επιχειρήσεων εντός της Ε.Ε. απαγορεύονται δήθεν αυστηρά από την Κομισιόν).



 



Η επιδότηση αυτή, σε συνδυασμό με το έκτακτο μέτρο της απόσυρσης των μεταχειρισμένων αυτοκινήτων («βλακωδώς» συνέβαλλαν και πολλές άλλες χώρες, με ανύπαρκτη αυτοκινητοβιομηχανία), συνετέλεσε στην επιτυχή, μέχρι σήμερα, αντιμετώπιση της παγκόσμιας ύφεσης από τη Γερμανία (μείωση της ανεργίας στο 7,9% από το 8,7% πριν από την κρίση κλπ). Αντίθετα, ενέτεινε σε μεγάλο βαθμό το ήδη «τραγικό» πρόβλημα των υπολοίπων ευρωπαϊκών και άλλων χωρών (η ανεργία αυξήθηκε στη Γαλλία από 8,4% στο 9,5%, στη Μ. Βρετανία από 5,5% στο 8,8% και στις Η.Π.Α. από 4,5% στο 10%).    



 



Η επιδότηση της «μικρότερης απασχόλησης», ένα καθαρά γερμανικό, εξαιρετικό αναμφίβολα «μοντέλο», δίνει τη δυνατότητα στις επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν προβλήματα διάθεσης των προϊόντων τους, να μειώνουν το χρόνο εργασίας του προσωπικού τους (από 30% μέχρι και εξ ολοκλήρου) - έως και για ένα χρονικό διάστημα 24 μηνών. Το 65% περίπου της απώλειας του καθαρού μισθού των εργαζομένων πληρώνεται από το κράτος - καθώς επίσης το 50%των εργοδοτικών εισφορών (μετά τους 6 μήνες, ακόμη και το 100%).



 



Κατ’ αυτόν τον τρόπο (κόστισε μέχρι στιγμής περί τα 5 δις € στη Γερμανία, όσο και η απόσυρση δηλαδή), η ανεργία δεν αυξάνεται (οι εργαζόμενοι με μειωμένο ωράριο αυξήθηκαν από 39.000 πριν την κρίση στο 1,1 εκ. σήμερα – ποσοστό 3,8% επί του συνόλου), οπότε αφενός μεν δεν περιορίζεται η κατανάλωση, αφετέρου δε οι επιχειρήσεις διατηρούν το εξειδικευμένο προσωπικό τους, χωρίς να υποχρεώνονται σε απολύσεις (αποφεύγοντας ταυτόχρονα τις απεργίες, τις εργασιακές διαμάχες, τις έντονες κοινωνικές αναταραχές κλπ).



 



Την ίδια στιγμή όμως μειώνουν δραστικά το κόστος λειτουργίας τους και αυξάνουν γεωμετρικά τη «συγκριτική» ανταγωνιστικότητα τους – ιδιαίτερα σε περιόδους ύφεσης. Πρόκειται λοιπόν για ένα έμμεσο, για ένα «κρυφό» καλύτερα «όπλο» «υπόγειας» ενίσχυσης των γερμανικών επιχειρήσεων, το οποίο διαστρεβλώνει τη λειτουργία της ελεύθερης αγοράς και «αποβιομηχανοποιεί» εγκληματικά όλες τις υπόλοιπες χώρες - με τη βοήθεια των υφέσεων και των κρίσεων.     



 



Κάτω από τέτοιες συνθήκες, οι οποίες καλλιεργούν σκόπιμα τεράστιες ανισότητες εντός της Ευρώπης, πως είναι αλήθεια δυνατόν να ανταπεξέλθει ένα ελλειμματικό κράτος το οποίο, συν τοις άλλοις, είναι «υπέρ του δέοντος» χρεωμένο; Επιβάλλοντας νέους φόρους και καταστέλλοντας τη φοροδιαφυγή (τα μέτρα αυτά λειτουργούν συχνά προς την αντίθετη πλευρά, όπως έχει αποδειχθεί σε πολλές περιπτώσεις – «άνθηση» της φοροδιαφυγής στην Αργεντινή εν μέσω κρίσης και κατασταλτικών ΔΝΤ μέτρων, μέσα από τη λειτουργία επιχειρήσεων χωρίς νόμιμη άδεια κλπ), μπορεί αλήθεια



 



(α)  να «αναστήσει» τον απονεκρωμένο παραγωγικό του μηχανισμό, ο οποίος «βάλλεται» από παντού,



 



(β)  να ισοσκελίσει τον προϋπολογισμό του και να αυξήσει την ανταγωνιστικότητα του ή, μήπως,



 



(γ)  οδηγείται «μονοδρομημένα» στην αυτοκτονία – στην υποδούλωση του  δηλαδή και στην πλήρη «δορυφοροποίηση»;  



 



Ενδεχομένως, οι πίνακες που ακολουθούν να αναδείξουν την «ανεπάρκεια» αυτών που φαντάζονται ότι μπορούμε μόνοι μας, έστω με μεγάλες θυσίες, να λύσουμε συσσωρευμένα προβλήματα δεκαετιών - μέσα στην Ευρωζώνη, χωρίς νομισματικά «εργαλεία», «δεμένοι χειροπόδαρα», εν μέσω μίας παγκόσμιας ύφεσης σε εξέλιξη και με τη γεωμετρική ενδυνάμωση των πλεονασματικών κρατών, εις βάρος των ελλειμματικών.



 



ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: Εξέλιξη δημοσίων χρεών και δημοσίων ομολόγων (σε εκ. €) στην Ελλάδα



 



































































ΕΤΟΣ




Δημόσιο Χρέος




Ποσοστό επί ΑΕΠ




Ομόλογα Δημοσίου*




 




 




 




 




2003




179.008




117,00%




137.684




2004




198.832




120,90%




157.387




2005




209.723




118,90%




173.247




2006




224.162




105,10%




184.530




2007




237.742




104,20%




200.968




2008




260.439




108,90%




216.614




2009




299.570




124,80%




254.316




2010




325.225




133,20%




283.040




Πηγή: Υπουργείο Οικονομικών   Πίνακας: Β. Βιλιάρδος



* Χρηματοδότηση υπολοίπου δημοσίου χρέους από κοινοπρακτικά και λοιπά δάνεια



Έτος 2009 υπολογιστικά και έτος 2010 προϋπολογιστικά



 



Από τον πίνακα διαπιστώνουμε ότι, το δημόσιο χρέος μας αυξήθηκε από το 2003 έως το 2009 κατά 120.562 εκ. € (το 2010 είναι θεωρία ακόμη και «άσκηση επί χάρτου»). Αντίστοιχα, τα ομόλογα που εξέδωσε το δημόσιο για τη χρηματοδότηση του χρέους, αυξήθηκαν κατά 116.635 εκ. €. Ουσιαστικά λοιπόν, τα στοιχεία είναι «ισοσκελισμένα», οπότε είναι μάλλον σωστά (δεν συμπεριλαμβάνεται βέβαια η χρέωση των διαφόρων ΔΕΚΟ κλπ, η οποία επιβαρύνει τους δικούς τους ισολογισμούς).



 



Περαιτέρω, το ποσοστό του δημοσίου χρέους επί του ΑΕΠ μειώθηκε «ξαφνικά» το 2006, όπου όμως αναθεωρήθηκε αυθαίρετα προς τα πάνω το ΑΕΠ (από τη «μαύρη εργασία»), για να επανέλθει «δριμύτερο» σήμερα (το 2010 υπολογίζουμε ότι θα υπερβεί το 150% - με πολύ μέτριες προσδοκίες και όχι απαραίτητα από τυχόν ανεπάρκεια της κυβέρνησης μας, από «φορολογική ασυδοσία» των Ελλήνων ή από «συνδικαλιστικές εξάρσεις»). Προφανώς, εάν το ΑΕΠ μας δεν είναι επακριβώς υπολογισμένο (πολλοί αμφιβάλουν για την ανεξαρτησία και την ορθότητα των στοιχείων της ΕΣΥΕ), τότε τόσο τα ποσοστό των χρεών μας επ’ αυτού, όσο και τα ελλείμματα μας, είναι «εκτός ελέγχου». 



 



ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙ: Εξέλιξη ΑΕΠ, εσόδων, δαπανών και ελλειμμάτων (των ζημιών δηλαδή του κράτους) σε εκ. €, στην Ελλάδα  



 













































































ΕΤΟΣ




ΑΕΠ*




Έσοδα




Δαπάνες




Έλλειμμα




 




 




 




 




 




2003




153.045




37.500




40.735




-3.235




2004




164.421




40.700




45.414




-4.714




2005




196.609




42.206




48.685




-6.479




2006




213.085




46.293




50.116




-3.823




2007




228.180




49.153




55.733




-6.580




2008




239.141




51.680




61.642




-9.962




2009




240.150




49.260




71.438




-22.178




2010




244.233




53.799




69.976




-16.096




 Πηγή: Υπουργείο Οικονομικών   Πίνακας: Β. Βιλιάρδος



Έτος 2009 υπολογιστικά και έτος 2010 προϋπολογιστικά



* ΑΕΠ 2005 αναθεωρημένο, δηλαδή 20% περίπου αυξημένο σε σχέση με το 2004, μετά την πρόσθεση εσόδων από την «μαύρη οικονομία» εκ μέρους της κυβέρνησης, η οποία είχε σαν αποτέλεσμα να μειωθεί το ποσοστό του ελλείμματος και να βρεθεί εντός του συμφώνου σταθερότητας της Ε.Ε. για πρώτη και τελευταία φορά (ουσιαστικά, υποθετικό ΑΕΠ). 



 



Το ΑΕΠ μας αυξήθηκε από το 2003 έως το 2009 κατά 57% περίπου, ενώ τα δημόσια έσοδα κατά 30%, οι δαπάνες κατά 75% και το έλλειμμα σχεδόν κατά 7 φορές. Η διαφορά της αύξησης των εσόδων, σε σχέση με την αύξηση του ΑΕΠ, είναι σε τέτοιο βαθμό «μη ισορροπημένη», επειδή η μεγέθυνση του ΑΕΠ προήλθε κυρίως από την προς τα πάνω «αναθεώρηση» των στοιχείων (παρά το ότι σήμαινε αυξημένες «εκροές» προς τα ταμεία της Ε.Ε., αφού προσδιορίζονται ως ποσοστό επί του ΑΕΠ) και όχι από «φυσιολογικές» προϋποθέσεις.



 



Εκτός του ότι η «μεγέθυνση» του ΑΕΠ μας είναι «πλασματική» (εάν πράγματι η «μαύρη οικονομία» ξεπερνάει τα 30 δις €, τότε σίγουρα δεν δημιουργήθηκε τα τελευταία χρόνια, ενώ είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο και όχι μόνο Ελληνικό), μας οδήγησε δυστυχώς σε ακόμη μεγαλύτερη αύξηση των δαπανών. Εάν δηλαδή δεν είχε αναπροσαρμοσθεί το ΑΕΠ, πόσο μάλλον σε τέτοιο βαθμό, θα είχαμε αποφύγει την υπερβολική αυτή διόγκωση των δαπανών και τη διαφοροποίηση τους από τα έσοδα – άρα το υπερβολικό χρέος και τα τεράστια ελλείμματα. Απλούστερα, τα περίπου 30 δις € που «αναθεώρησαν» το ΑΕΠ μας, οδηγήθηκαν δυστυχώς, σχεδόν στο σύνολο τους, στις δαπάνες - «εκτινάσσοντας» τα ελλείμματα και το χρέος (είναι άλλωστε ανθρώπινο, εύλογο δηλαδή, να ξοδεύουμε περισσότερα, όταν πιστεύουμε, έστω «ουτοπικά», ότι διαθέτουμε περισσότερα - όπως επίσης όταν βρίσκουμε πρόθυμους δανειστές, για την χρηματοδότηση των καταναλωτικών και λοιπών μας «υπερβολών»). 



       



Η μείωση τώρα των δαπανών κατά 1,5 δις € που «εισηγείται» η κυβέρνηση, η αύξηση των εσόδων κατά 4,5 δις € περίπου, καθώς επίσης η «ισοδύναμη» αύξηση του ΑΕΠ (κατά 4 δις €), είναι μεν εφικτοί (αν και αστείοι) στόχοι, όχι όμως σε περιόδους ύφεσης - ανάγκης επείγουσας λήψης διαρθρωτικών μέτρων, επιτακτικής υποχρέωσης ανάκτησης μέρους της ανταγωνιστικότητας της Ελληνικής οικονομίας, εξαιρετικά αυξημένου ρίσκου δανεισμού/επιτοκίων και αθέμιτου ανταγωνισμού των «εταίρων» μας. Εάν παρ’ ελπίδα οδηγήσουν σε μείωση του ΑΕΠ μας, ένα αρκετά πιθανό σενάριο, τότε θα καταρρεύσει όλος ο προγραμματισμός και θα οδηγηθούμε σε απόλυτα αδιέξοδα.  



 



ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙΙ: Εξέλιξη εμπορικού ισοζυγίου* και ακαθάριστου εξωτερικού χρέους** (σε εκ. €) στην Ελλάδα



 










































ΕΤΟΣ




ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΙΣΟΖΥΓΙΟ




ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ ΧΡΕΟΣ




 




 




 




2004




-25.435




185.953




2005




-27.558




222.899




2006




-35.286




252.906




2007




-41.499




308.539




2008




-44.048




362.587




Πηγή: Τράπεζα της Ελλάδος   Πίνακας: Β. Βιλιάρδος



*    Εξαγωγές μείον εισαγωγές



** Περιλαμβάνει υποχρεώσεις έναντι μη κατοίκων της Ελλάδας, όλων των κλάδων  της Ελληνικής οικονομίας (ιδιωτικού και δημοσίου).  Στο τέλος του 2009 αυξήθηκε στα 400 δις € (άρα το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου μας μειώθηκε ελαφρά στα -38 δις €).



 



Το εμπορικό ισοζύγιο μας μεταξύ των ετών 2004 και 2008 επιδεινώθηκε συνολικά κατά σχεδόν 174 δις €, ενώ το εξωτερικό χρέος μας ανάλογα - κατά 177 δις € (το 2009 έχει υπερδιπλασιαστεί). Όπως λοιπόν αναφέραμε πιο πάνω (από την αντίθετη πλευρά), αποδεικνύεται και στην πράξη ότι, εάν μία χώρα εισάγει «ελλειμματικά», εάν δηλαδή οι εξαγωγές είναι μικρότερες των εισαγωγών της, τότε σαν χώρα «καθαρής εισαγωγής» χρεώνεται διαχρονικά - στο αντίστοιχο ποσόν που προκύπτει από τη διαφορά μεταξύ εισαγωγών και εξαγωγών (εμπορικό ισοζύγιο), για να αγοράσει τα προϊόντα της. Ουσιαστικά λοιπόν, «αυτού καθ’ εαυτού» τα μέτρα μείωσης των δαπανών ή αύξησης των εσόδων (υψηλότερη φορολογία κλπ), ελάχιστα «αμβλύνουν» την υπερχρέωση της – απλά περιορίζουν το ρυθμό της (κάτι σαν αργός θάνατος δηλαδή).



 



Τα συνεχώς αυξανόμενα χρέη οδηγούν (έμμεσα) σε σταθερά υψηλότερο εργατικό και βιομηχανικό κόστος, το οποίο «συμβάλλει» γεωμετρικά στην περαιτέρω αποβιομηχανοποίηση του κράτους που (υπέρ) χρεώνεται. Η «κινούμενη άμμος» λοιπόν αυτοτροφοδοτείται από τις όποιες απεγνωσμένες προσπάθειες διαφυγής, «καταπνίγοντας» τις πάσης φύσεως αντιστάσεις των «θυμάτων» της. Στην συγκεκριμένη περίπτωση δε, οι «οικονομικές θυσίες» που επιζητούνται από την κυβέρνηση, αλλά και από τους ίδιους τους Πολίτες, είναι δυστυχώς άνευ αξίας και αντικειμένου – αν όχι εντελώς ανεύθυνη και επικίνδυνη, ποινικά κολάσιμη «διασπορά ψευδών ελπίδων».        



 



Ολοκληρώνοντας, εάν δεν είχαμε εισέλθει στην Ευρωζώνη (εννοούμε βέβαια απροετοίμαστοι), η ίδια η αγορά θα μας είχε προειδοποιήσει έγκαιρα για τους κινδύνους χρεοκοπίας μας. Αυξανομένου του δημοσίου χρέους μας, θα αυξανόταν τα επιτόκια δανεισμού μας (τα CDS επίσης), οπότε θα είχαμε οδηγηθεί σε υποτιμήσεις του νομίσματος μας (σε τεχνητό πληθωρισμό κλπ), χωρίς να «αναγκασθούμε» να «αποβιομηχανοποιήσουμε» τη χώρα μας - καταστρέφοντας εντελώς την ανταγωνιστικότητα της Οικονομίας μας. Σήμερα όμως είναι πια πολύ αργά, αφού η καταστροφή έχει «επιτελεσθεί» και είναι αδύνατον πλέον, πόσο μάλλον εκτός του στενού χώρου «προστασίας» του Ευρώ, να επιβιώσουμε στηριζόμενοι στις δικές μας αποκλειστικά δυνάμεις. 



 



Εάν δεν βιαστούμε να εξασφαλίσουμε τις σωστές λύσεις, όσο ακόμη διαρκεί η διεθνής ύφεση (προηγούμενα άρθρα μας – για παράδειγμα άνοιγμα των αγορών της Ε.Ε. για τα ελληνικά προϊόντα, ουσιαστική βοήθεια για την ανάπτυξη του παραγωγικού μας ιστού - όχι απλά επιδοτήσεις κλπ), παραμένοντας «στατικοί» στην διαρκή αναζήτηση χρηματοδότησης του χρέους μας, θα χάσουμε εντελώς το «μέλλον» μας.



 



Η λήξη της κρίσης θα σημάνει την γεωμετρική ανάπτυξη των χωρών που επωφελήθηκαν «συγκριτικά» από την έλευση της, με αποτέλεσμα την αύξηση της «απόστασης» τους από την πλειοψηφία των υπολοίπων. Ίσως τότε να μην αγωνιούμε τόσο για την παραμονή μας στην Ευρωζώνη, όσο, αντίθετα, για την ενδεχόμενη υιοθέτηση, εκ μέρους κάποιων πλεονασματικών χωρών, ενός δικού τους «εθνικού» νομίσματος - αφού δεν θα έχουν πια την ανάγκη του Ευρώ για να εξυπηρετήσουν τα «αναπτυξιακά» και λοιπά σχέδια τους.      



 







 



 



Αθήνα, 29. Δεκεμβρίου 2009



Βασίλης Βιλιάρδος



viliardos@kbanalysis.com 



 



   Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου








Σχόλιο



Αν κάνεις search με το λήμμα "Έξοδος από την Ευρωζώνη" θα βρεις πλήθος πληροφόρησης.



ΣΓΣ


Πολλά απο αυτά που γράφει είναι σωστά . Κατ αρχήν μπήκαμε με υπερτιμημένη δραχμή στο Ευρώ κανονικά έπρεπε το ευρώ να έκανε πάνω από 550 δρχ και όχι 340. Ο Σημίτης δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά διότι η δραχμή ήταν ήδη υπερτιμημένη και εάν η τελευταία υποτίμηση λίγο πριν μπούμε στο ευρώ που ήταν γύρω στο 5% , ήταν μεγαλλίτερη θα ανέβαινε ο πληθωρισμός πάνω απο το όριο εισδοχής και δεν θα μπέναμε στο Ευρώ. Το ευρώ έκανε έναρξη με τιμή προκαθορισμένη νομίζω με ένα δολλάριο υποτιμήθηκε στα 80% του δολλαριου και εν συνεχεία ανατιμήθηκε λόγω της οικονομικής πολιτικής του Μπούς στο 150% του δολλαρίου. Το πολύ υπερτιμημένο νόμισμα ήταν καταστροφικό για την παραγωγική βάση της Ελλάδας αλλά και όλης της Ευρωζώνης. Ο ανταγωνιστής δεν είναι η Γερμανία και οι χώρες της Ευρωζώνης αλλά οι χώρες χαμηλού εργατικού κόστους δηλαδή πρώτη η Κίνα και μετά η Αλβανία, Βουλγαρία, Ρουμανία κ.λ.π εκεί μετακόμισαν οι Βιομηχανίες μας και οι βιοτεχνίες μας. Η Γερμανία και η Γαλλία δεν έκαναν "νταμπινκ" μισθών για να μας κλέψουν θέσεις εργασίας έκαναν το αυτονόητο για να μην χάσουν θέσεις εργασίας και κυρίως στην αυτοκινητοβιομηχανία απο την Τσεχία Σλοβακία κ.λπ. Εμείς δεν κάναμε το αυτονόητο για να αυξησουμε τίς θέσεις εργασίας μας και να αντικαταστήσουμε αυτές που χάσαμε. Παράδειγμα τέτοιων χωρών η Φινλανδία και η Δανία. Η Φινλανδία μετά την πτώση τών χωρών του Υπαρκτού Σοσιαλισμού αντιμετώπισε τεράστια οικονομική κρίση διότι ήταν απόλυτα εξαρτημένη οικονομικά απο την Σοβιετική Ένωση. Τι έκανε, πολύ μικρό δημόσιο τομέα και οι υπάλληλοι δουλεύουν με συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου, κανείς μόνιμος, τρομερή εκπαίδευση και τρομερά πανεπιστήμια τα οποία παράγουν έρευνα και τεχνολογία. Μετεκπαίδευση όσων χάνουν την εργασία τους λόγω απαξίωσης της εργασίας τους απο την τεχνολογία και τον παγκόσμιο ανταγωνισμό . Έτσι η Νόκια  από βιομηχανία ξυλείας έγινε η πρώτη παγκοσμίως στα κινητά τηλέφωνα με 37% της παγκόσμιας αγοράς και η Φινλανδία έχει πολύ μικρή ανεργία και πολύ υψηλό κατά κεφαλή εισόδημα. Ανάλογα συμβαίνουν και στην Δανία. Εάν θέλεις άλλο παράδειγμα που αρχίζει απο το 1974 πάρε την Ν.Κορέα. ΜΗΔΕΝ δημόσιο τομέας ανθηρές 3 πελώριες βιομηχανίες που ανταγωνίζονται Ιάπωνες και Κινέζους με τρομερά πανεπιστήμια που παράγουν έρευνα και τεχνολογία. Δέν έχουν διαλυμμένα Πανεπιστήμια φυτώρια τεμπέληδων και αργομίσθων και δημόσιο τομέα τεράστιο εκτροφείο τεμπέληδων και διαφθοράς. Είχαμε πολύ διορατικούς πολιτικούς με πρωτο και αξεπέραστο τον Ανδρέα Παπανδρέου .

                                                                  Σ.ΔΑΝΑΛΗΣ




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου