Κυριακή 19 Απριλίου 2009

To νέο δόγμα της Αγκυρας και η ελληνική αμηχανία

Σάββατο, 18.04.09
Η απουσία σοβαρής και σε βάθος συζήτησης για την πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων μέσα στο νέο διεθνές περιβάλλον αποτελεί αιτία προβληματισμού στους κόλπους της ελληνικής διπλωματίας. Στο εσωτερικό του υπουργείου Εξωτερικών ακούγονται όλο και δυνατότερα φωνές για την ανάγκη αποτίμησης της μέχρι τώρα στρατηγικής, ανάλυσης της πραγματικότητας (στην Ευρωπαϊκή Ενωση, στις ΗΠΑ και την Τουρκία), με επιδίωξη την αναπροσαρμογή ή αναθεώρηση κεντρικών επιλογών.
Ο ΕΤ.Κ ζήτησε τις απόψεις πρέσβεων που υπηρετούν σε κρίσιμα πόστα του εξωτερικού και σε νευραλγικές διευθύνσεις του υπουργείου για το σήμερα και το αύριο της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Η συζήτησή μας επικεντρώθηκε στο μείζον ζήτημα που είναι οι σχέσεις με την Αγκυρα, με δεδομένη τη ραγδαία αναβάθμιση των αμερικανοτουρκικών σχέσεων και την ιδέα που ωριμάζει στο εσωτερικό της Ε.Ε. για τη διαμόρφωση ειδικής σχέσης αντί της πλήρους ένταξης.
Κοινή εκτίμηση είναι ότι η κυβέρνηση Ερντογάν κινείται με βάση το δόγμα του Πλήρης  στοίχισηνεοοθωμανισμού για την ανάδειξη της γειτονικής χώρας ως του γεωπολιτικού κέντρου του «μεσευρωπαϊκού χώρου». Με δύναμη έμπνευσης το όραμα του γκουρού της τουρκικής διπλωματίας Αχμέτ Νταβούτογλου για μία σφαίρα επιρροής «από το Ιόνιο ως το Σινικό Τείχος», η ηγεσία της γειτονικής χώρας, ενθαρρημένη από τη διοίκηση Ομπάμα, κινείται δραστήρια για την εμπέδωση παντού γύρω του ηγεμονισμού της.
«Η Ιστορία είναι με το μέρος μας» δήλωσε αυτάρεσκα ο επικεφαλής των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας κ. Εγκεμέν Μπακίς, τονίζοντας ότι «1,5 δισεκατομμύριο μουσουλμάνοι» περιμένουν το “ναι” ή το “όχι” της Ε.Ε. στην Τουρκία, το οποίο δεν συνέδεσε με εκπλήρωση όρων και προϋποθέσεων.
Aβέβαιη προοπτική
Η ελληνική διπλωματία παραμένει αγκυλωμένη στη φαντασίωση της πλήρους ένταξης της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση επενδύοντας σε αυτή την αβέβαιη προοπτική την επίλυση των ελληνοτουρκικών προβλημάτων.
Στο μεταξύ, η τουρκική διπλωματία εργάζεται για μία λύση του Κυπριακού στα μέτρα της, για να προωθήσει στο διεθνές ακροατήριο τη θέση της υπέρ της επαναδιαπραγμάτευσης όλων των διεθνών συνθηκών που καθορίζουν τα σύνορα και τα θέματα μειονοτήτων, για να πείσει τους διεθνείς οργανισμούς ότι το νομικό καθεστώς στο Αιγαίο είναι προσωρινό και αμφιλεγόμενο. Τα συμπεράσματα της έρευνας αυτής, στην οποία συμμετείχαν έμπειροι αλλά και νεότεροι διπλωμάτες, κωδικοποιούνται ως εξής:
- Η θέση «πλήρης συμμόρφωση, πλήρης ένταξη» δεν είναι πια ούτε ουσιαστική ούτε επίκαιρη. Ισχυρές ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Γερμανία και η Γαλλία, έχουν ήδη αρχίσει να καταθέτουν το σκεπτικισμό τους, ενώ οι περισσότερες ευρωπαϊκές κοινωνίες ακόμη δεν έχουν αποδεχθεί την ήδη συντελεσμένη διεύρυνση της Ε.Ε., που προηγήθηκε της πολιτικής ολοκλήρωσης.
Ακόμη και ο τέως πρωθυπουργός κ. Κ. Σημίτης, αρχιτέκτονας αυτής της στρατηγικής, κρατά πλέον αποστάσεις από τη δυνατότητα και τη σκοπιμότητα της πλήρους ένταξης της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν βάσιμες ενδείξεις ότι η Αγκυρα εξυπηρετείται από τη διαμόρφωση μίας ειδικής σχέσης με την Ε.Ε., γιατί έτσι θα απολαύσει τα οικονομικά οφέλη χωρίς να αναλάβει το κόστος της άρσης της πολιτικής της ιδιαιτερότητας (κυρίως, την παρέμβαση του στρατού στη δημόσια ζωή).
Με βάση αυτά τα δεδομένα, είναι ανάγκη να πραγματοποιηθεί μια ουσιαστική συζήτηση στην Ελλάδα προκειμένου πρώτα πρώτα να αναγνωριστεί ότι η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως μονόδρομος και ως πανάκεια.
- Στο εσωτερικό της Τουρκίας συμβαίνουν κοσμογονικές αλλαγές τις οποίες η ελληνική πλευρά παρακολουθεί με ερασιτεχνικό τρόπο. Λείπουν οι αναλυτές, οι τουρκολόγοι, οι «δεξαμενές σκέψεις» (think tanks) και όσοι ειδήμονες υπάρχουν μεταξύ των υπηρεσιακών παραγόντων του υπουργείου βρίσκονται, όπως μας μεταφέρεται, στο περιθώριο. «Η Ελλάδα δεν είναι η μοναδική χώρα που δεν γνωρίζει τι ακριβώς συμβαίνει στην Τουρκία, είναι ωστόσο η μόνη που βρίσκεται τόσο κοντά της και τελεί εν πλήρει αγνοία», λέει αρμόδια διπλωματική πηγή.
Την ίδια ώρα, η πολιτική ηγεσία της γειτονικής χώρας ξοδεύει τεράστια ποσά σε εκπαιδευτικά και πολιτιστικά προγράμματα τα οποία, μεσοπρόθεσμα, θα εξυπηρετήσουν την εφαρμογή του δόγματος του νεοοθωμανισμού. Ξοδεύει επίσης τεράστια ποσά σε lobbying υψηλού επιστημονικού επιπέδου στο εξωτερικό. Αυτά τα δεδομένα καθιστούν επιτακτική την ανάγκη διαμόρφωσης ισχυρής γραφειοκρατίας στο ελληνικό ΥΠΕΞ, που δεν θα επηρεάζεται από πολιτικές αλλαγές και θα μπορεί να κάνει σχεδιασμούς και ανασχεδιασμούς για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Διεθνής εικόνα
- Το πρόβλημα της λαθρομετανάστευσης, κυρίαρχο στις ελληνοτουρκικές και τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις, δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με την υπάρχουσα διάχυση αρμοδιοτήτων (ΥΠΕΞ, ΥΠΕΘΑ και Ναυτιλίας). Καθίσταται αναγκαία η διαμόρφωση ενός ευέλικτου κέντρου που θα παρακολουθεί το ζήτημα και θα έχει αποφασιστικές αρμοδιότητες.
- Η κατάρρευση της διεθνούς εικόνας της χώρας συνεπάγεται διαπραγματευτικό μειονέκτημα. Συνεπώς, αποτελεί υψηλή προτεραιότητα η άσκηση σοβαρής δημόσιας διπλωματίας. Ο επιμερισμός της ευθύνης μεταξύ υπουργείου Εξωτερικών και Γενικής Γραμματείας Ενημέρωσης δεν είναι παραγωγικός και έχει δυσμενή αποτελέσματα.
- Η διακομματική συνεννόηση αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για τη διαχείριση των Ελληνοτουρκικών και ειδικά ενδεχόμενης κρίσης, αρνητικής εξέλιξης ή κάποιας σοβαρής απόφασης. Διακομματική συνεννόηση δεν μπορεί να επιτευχθεί με συζητήσεις τύπου ΕΣΕΠ (Εθνικό Συμβούλιο Εξωτερικής Πολιτικής) και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να εξασφαλιστεί συστράτευση όλων των πολιτικών δυνάμεων, εάν δεν ενημερώνονται με απόλυτη ειλικρίνεια γι’ αυτά που πραγματικά συμβαίνουν στην αθέατη πλευρά των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
- Η τακτική του κατευνασμού της Αγκυρας έχει δοκιμάσει τα όριά της. Η τουρκική πλευρά προωθεί διαρκώς τις θέσεις της και κλιμακώνει τις διεκδικήσεις της. Είναι αφελές πλέον να πιστεύει κανείς ότι «η επικοινωνιακή πολιτική μπορεί να υποκαταστήσει την εξωτερική πολιτική», όπως τονίζουν συνομιλητές του ΕΤ.Κ. Με βάση αυτό το σκεπτικό, ζητούμενο πρέπει να είναι η κατάλληλη απάντηση στην κάθε τουρκική πρόκληση και όχι η απόκρυψή της.
ΣΠΑΝΟΥ ΑΓΓΕΛΙΚΗ

Ελεύθερος Τύπος
http://www.e-tipos.com/newsitem?id=85924

1 σχόλιο:

  1. Αγαπητοί φίλοι,

    Με την ευκαιρία, και ως απάντηση ή συμπλήρωση στο μήνυμα που έλαβα, θα ήθελα να παραθέσω κάποια αποσπάσματα από τον μεγάλο Παναγιώτη Κονδύλη («Θεωρία του Πολέμου», Θεμέλιο, 1997):

    «Θα ήταν μεγάλο λάθος να θεωρήσει κανείς τις εσωτερικές αντιφάσεις και διαμάχες, που σημαδεύουν βαθειά το τουρκικό έθνος, ως παράγοντα με αναγκαστικά αρνητική επίδραση πάνω στο γεωπολιτικό του δυναμικό. Οι εσωτερικές τριβές και αντιφάσεις σε ορισμένες τουλάχιστον περιπτώσεις θέτουν σε κίνηση μιαν χειμαρρώδη επεκτατική ορμή. Μάζες μισοχορταμένων ή μισοπεινασμένων, ικανών να φανατισθούν και να πεθάνουν, ζυμωμένων ακόμα με τις πατριαρχικές αξίες – μάζες τέτοιες, καθοδηγούμενες από ξεσκολισμένες, μακροπρόθεσμα και ψυχρά σκεπτόμενες διπλωματικές και στρατιωτικές ελίτ, αποτελούν όργανο επέκτασης πολύ προσφυέστερο από ένα πλαδαρό κοινωνικό σώμα αιωρούμενο γύρω από τον μέσο όρο μιας γενικής ευημερίας, όπου ύψιστη αποστολή της πολιτικής ηγεσίας είναι ακριβώς να εγγυάται τη διατήρηση αυτού του μέσου όρου και αυτής της πλαδαρότητας.»

    «Αποτελεί κεφαλαιώδες σφάλμα στρατηγικής εκτιμήσεως να μη θεωρείται ως πηγή της αύξουσας τουρκικής πίεσης πάνω στην Ελλάδα η συνεχής διεύρυνση της διαφοράς ανάμεσα στο γεωπολιτικό δυναμισμό των δύο χωρών, αλλά να αποδίδεται ο δυναμικός τουρκικός επεκτατισμός στον «οθωμανισμό», στον «ασιατικό χαρακτήρα» της Τουρκίας κτλ., οπότε εξάγεται το συμπέρασμα ότι μόλις η Τουρκία (ακολουθώντας το δικό μας φωτισμένο παράδειγμα) ξεπεράσει αυτούς τους «εθνικιστικούς αταβισμούς», πάρει τον «ευρωπαϊκό δρόμο» και υποκαταστήσει τις στρατιωτικές με τις οικονομικές δραστηριότητες, τότε αυτόματα θα εκλείψει και η απειλή εκ μέρους της. Όλο και περισσότεροι σκέπτονται στην Ελλάδα μ’ αυτόν τον τρόπο, έχοντας την εντύπωση ότι έτσι τάχα ξεπερνούν τις εθνικιστικές αντιπαραθέσεις και σε αντίθεση με τα αδιέξοδα εθνικιστικά ιδεολογήματα προτείνουν ρεαλιστικές λύσεις. (…) Βρίσκονται πιο κοντά στην πραγματικότητα οι εθνικιστές που πιστεύουν ότι η αντίθεση Τουρκίας και Ελλάδας είναι αγεφύρωτη παρά όσοι πιστεύουν ότι θα μπορούσε και να τελειώσει με την «ευρωπαϊκή» και οικονομιστική λύση –έστω και αν οι πρώτοι οδηγούνται στη διάγνωσή τους από ψευδείς προϋποθέσεις.»

    «Ανεξαρτήτως του τι κάνουν δημογραφικά φθίνοντες και καλομαθημένοι πληθυσμοί σε ανίσχυρες χώρες όπου οι εθνικιστικές κορώνες συχνά εξυπηρετούν απλώς την ανάγκη ψυχικών υπεραναπληρώσεων – μάζες νεαρών ανθρώπων σε χώρες με μεγάλο γεωπολιτικό δυναμικό κατά κανόνα ενστερνίζονται αυθόρμητα και ειλικρινά τα επεκτατικά συνθήματα. Στη συγκαιρινή μας Τουρκία δεν υπάρχει η παραμικρή σοβαρή ένδειξη ότι τμήματα του λαού αποδοκιμάζουν με οποιονδήποτε τρόπο την εξωτερική πολιτική των κυβερνήσεών του, και ιδιαίτερα στο Αιγαίο και στην Κύπρο. Όλες οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ακριβώς το αντίθετο. Δεν μου είναι γνωστή καμμία ομαδική διαμαρτυρία για την εκδίωξη του ελληνικού στοιχείου από την Κωνσταντινούπολη, την Ίμβρο και την Τένεδο. Αυτό διόλου δεν σημαίνει ότι κάθε Τούρκος μισεί κάθε Έλληνα, το ίδιο όπως διόλου δεν μισεί προσωπικά κάθε Έλληνας τον κάθε Σκοπιανό όταν του αρνείται το δικαίωμα να ονομάζει το κράτος του «Μακεδονία». Πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα, γι’ αυτό και υποπίπτουν σε μια σοβαρή οφθαλμαπάτη όσοι μετά από μια εγκάρδια προσωπική επαφή ή μετά από μιαν κοινή μπουζουκοκατάνυξη με Τούρκους βγάζουν εσπευσμένα πολιτικά συμπεράσματα – χωρίς βέβαια να έχουν ποτέ αποσπάσει από τους συνομιλητές, συμπότες ή συμπαίκτες τους μια δεσμευτική δήλωση υπέρ μιας συγκεκριμένης ελληνικής και εναντίον, μιας συγκεκριμένης τουρκικής θέσης. Η αρχή ότι «οι λαοί δεν έχουν να μοιράσουν τίποτε μεταξύ τους» αποτελεί εφεύρεση όχι των λαών, αλλά των διανοουμένων, γι’ αυτό άλλωστε δεν αποσύρεται ποτέ, όσο και την διαψεύδει η εμπειρία. Αντίθετα η εμπειρία μεθερμηνεύεται κατάλληλα, έτσι ώστε να παραμένει αλώβητη ή αρχή.»

    «Η τιθάσευση της Τουρκίας μέσω της ένταξής της στην «Ευρώπη» συνδέεται στενά με τις ελπίδες και με τα σφάλματα της ελληνικής πολιτικής. Το πόσο φρούδες είναι οι ελπίδες το ομολογεί συνεχώς και άθελά της η ίδια η ελληνική πλευρά , όταν από τη μια μεριά ισχυρίζεται ότι η αποδοχή των «ευρωπαϊκών αξιών» θα κάνει την Τουρκία «πολιτισμένο» και φιλειρηνικό κράτος, ενώ συνάμα από την άλλη είναι υποχρεωμένη να διαπιστώνει στην πράξη ότι οι Ευρωπαίοι φορείς των «αξιών» τις μεταχειρίζονται πολύ επιλεκτικά και τις προσπερνούν με άνεση οπότε το κρίνουν συμφέρον. Άρα η αποδοχή των «ευρωπαϊκών αξιών» δεν φαίνεται να βελτιώνει καθ’ εαυτήν τα ήθη. Τα σφάλματα πάλι, προκύπτουν από μιαν κακή εκτίμηση της σημασίας της «Ευρώπης» για την ανερχόμενη Τουρκία. Επειδή η Ελλάδα, αδυνατώντας να σταθεί μοναχή στα πόδια της, περιμένει τα πλείστα ή τα πάντα από άλλους, τείνει εύλογα να προβάλει τη δική της κατάσταση και διάθεση στην κατάσταση και διάθεση άλλων, νομίζοντας π.χ. ότι η «Ευρώπη» έχει για την Τουρκία την ίδια απόλυτη σημασία όσο για την Ελλάδα.»

    Και κλείνει ο Κονδύλης το σχετικό κεφάλαιο με κάποιες απαισιόδοξες επισημάνσεις:

    «Το σημερινό δίλημμα» (σ.σ. θυμίζω ότι τα γράφει το 1997) «είναι αντικειμενικά τρομακτικό και ψυχολογικά αφόρητο: η ειρήνη σημαίνει για την Ελλάδα δορυφοροποίηση και ο πόλεμος σημαίνει συντριβή (σ.σ. εννοεί αν δεν ληφθούν τα πολιτικά και στρατιωτικά μέτρα που προτείνει). Η υπέρβαση του διλήμματος αυτού, η ανατροπή των σημερινών γεωπολιτικών και στρατηγικών συσχετισμών απαιτεί ούτε λίγο ούτε πολύ την επιτέλεση ενός ηράκλειου άθλου, για τον οποίο η ελληνική κοινωνία, έτσι όπως είναι, δεν διαθέτει τα κότσια. Οι μετριότητες, υπομετριότητες και ανθυπομετριότητες, που απαρτίζουν τον ελληνικό πολιτικό και παραπολιτικό κόσμο, δεν έχουν το ανάστημα να θέσουν και να λύσουν ιστορικά προβλήματα τέτοιας έκτασης και τέτοιου βάθους – ίσως να καταρρεύσουν ακόμα και στην περίπτωση όπου θα βρεθούν μπροστά στη μεγάλη απόφαση να διεξαγάγουν έναν πόλεμο. Γιατί, αν ο πόλεμος είναι συνέχεια της πολιτικής, ποιος πόλεμος θα συνεχίσει μια σπασμωδική πολιτική;»

    Με αγάπη και ευχές για Καλό Πάσχα

    Γιάννης Παρίσης

    ΑπάντησηΔιαγραφή