Τρίτη 16 Δεκεμβρίου 2008

Δυτική τίγρη και Ανατολικός δράκος

Δυτική τίγρη και Ανατολικός δράκος
Φιλοξενούν σχεδόν τα δύο πέμπτα του παγκόσμιου πληθυσμού, είναι οι δύο ταχύτερα αναπτυσσόμενες οικονομίες στον κόσμο και διεκδικούν ολοένα και πιο ενεργό ρόλο στη διεθνή σκηνή των ρευστών μεταψυχροπολεμικών ισορροπιών. Η ανάπτυξη και η δυναμική της Κίνας και της Ινδίας απασχολούν έντονα τα τελευταία χρόνια τους οικονομολόγους, τους πολιτικούς αναλυτές και φυσικά τους δημοσιογράφους όλου του κόσμου. Όπως αναφέρει ο Economist, το Εθνικό Συμβούλιο Πληροφοριών της Αμερικής παρομοιάζει την ανάδειξη των δύο χωρών στο διεθνές οικονομικό – πολιτικό…
…στερέωμα στις αρχές του 21ου αιώνα με την αντίστοιχη άνοδο της Γερμανίας στις αρχές του 1800 και της Αμερικής τον περασμένο αιώνα. Το μόνο που απομένει είναι να δούμε αν η άνοδός τους θα έχει διάρκεια, καθώς και τις αντίστοιχες επιπτώσεις στη μεταβολή του διεθνούς συστήματος.
Οι μεταρρυθμίσεις στην οικονομία και η υιοθέτηση πιο φιλελεύθερων πολιτικών βοήθησαν τις δύο αγροτικές χώρες με τον φτωχό πληθυσμό – που συνορεύουν μεταξύ τους – να μειώσουν τα ποσοστά της φτώχειας και να αναπτύξουν τις βιομηχανίες τους. Οι ομοιότητές τους, όμως, εξαντλούνται εδώ. Τα μονοπάτια της ανάπτυξης που ακολουθούν οι δύο ασιατικές χώρες είναι πολύ διαφορετικά.

Καλά και κακά παραδείγματα
Διαβάζοντας τον δυτικό Τύπο σού δημιουργείται η εντύπωση ότι το ινδικό μοντέλο είναι σαφώς καλύτερο και ότι είναι ζήτημα χρόνου για την ινδική τίγρη να δαμάσει τον κινέζικο δράκο. Για ποιο λόγο; Επειδή είναι, λέει, Δημοκρατία. Στην πραγματικότητα, η οικονομική ανάπτυξη της Ινδίας αποτελεί σημαντική ανακούφιση για τη Δύση επειδή τη χρησιμοποιεί ως παράδειγμα για να πείσει τον υπόλοιπο αναπτυσσόμενο κόσμο ότι δεν είναι μόνο τα αυταρχικά καθεστώτα που μπορούν να δώσουν ώθηση στην οικονομία τους. Χαρακτηριστικό είναι το πρόσφατο άρθρο του Foreign Policy, στο τεύχος του Ιουλίου/Αυγούστου, όπου αναφέρεται ότι «το αναδυόμενο ινδικό θαύμα πρέπει να απομυθοποιήσει – ας ελπίσουμε μια για πάντα – το εντελώς απατηλό αξίωμα ότι η δημοκρατία είναι κακή για την ανάπτυξη». Η αγωνία της Δύσης είναι έκδηλη στην προσπάθειά της να βρει ένα αντίδοτο στα κακά παραδείγματα που δίνει η Κίνα, τόσο με το πολίτευμά της όσο και με τις πολιτικές που υιοθετεί για να αυξήσει την επιρροή της και να κάνει μπίζνες με τις τρίτες χώρες. Από την άλλη, η Ινδία ακολουθεί το δυτικό μοντέλο διείσδυσης στις ξένες αγορές. Όσο, λοιπόν, οι οικονομίες των δύο κολοσσιαίων χωρών αναπτύσσονται, τόσο πασχίζουν να βρουν περισσότερες πρώτες ύλες για τις βιομηχανίες τους και να αναπτύξουν μεγαλύτερη πολιτική ισχύ. Αναπόφευκτα έχει δημιουργηθεί ένας άτυπος μεταξύ τους ανταγωνισμός για την εξασφάλιση πρόσβασης στις αγορές εκείνες που μπορούν να τους τα προσφέρουν.
Όσο όμως και να προσπαθεί να πείσει η Δύση ότι το μοντέλο της Ινδίας είναι πιο αποτελεσματικό, δεν είναι εύκολο να τα καταφέρει. Ακόμα κι οι ίδιοι οι ινδοί δεν το πιστεύουν. Σύμφωνα με παλιότερες δηλώσεις του, τις οποίες αναπαρήγαγαν οι New York Times, ο ινδός υπουργός Εμπορίου και Βιομηχανίας Τζαϊράμ Ραμές υποστηρίζει ότι η χώρα του θα πρέπει να σταματήσει να ανταγωνίζεται τους κινέζους και ν’ αρχίσει να τους θαυμάζει. «Δεν έχουμε ανταγωνισμό», δήλωσε χαρακτηριστικά. «(Οι κινέζοι) έχουν ήδη κερδίσει την κούρσα». Ο ανταγωνισμός όμως υφίσταται και το διακύβευμα είναι μεγάλο, ιδίως στη «γειτονιά» τους, όπου καμία από τις δύο χώρες δεν θέλει να δει τη σφαίρα επιρροής του αντιπάλου της να μεγαλώνει εις βάρος της. Εκτός από το αποτέλεσμα της κούρσας, ωστόσο, μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα ίδια τα μοντέλα διείσδυσης που έχουν υιοθετήσει οι δύο χώρες.

Δυο ασιατικά μοντέλα διείσδυσης

Κίνα
Η Κίνα έχει επιλέξει να προσεγγίζει τις αγορές των τρίτων χωρών κεντρικά, μέσω των κυβερνήσεών τους. Το γεγονός ότι δεν ηθικολογεί υπέρ της δημοκρατίας, των πολιτικών ελευθεριών και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της δίνει συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι τόσο της Δύσης όσο και της Ινδίας, καθώς γίνεται έτσι πιο αρεστή στα αυταρχικά καθεστώτα. Ταυτόχρονα, επενδύει στην ανάπτυξη των υποδομών των χωρών αυτών δίνοντας την ευκαιρία στις κυβερνήσεις τους να επιδείξουν κοινωνικό έργο. Χαρακτηριστικά, στην περιοχή του άμεσου ανταγωνισμού της με την Ινδία η Κίνα έχει αναπτύξει φιλικές σχέσεις με το Πακιστάν βοηθώντας το να εκπληρώσει τις πυρηνικές φιλοδοξίες του, ενώ παράλληλα έχει χτίσει και διαχειρίζεται το σημαντικό λιμάνι του Γκουαντάρ στην αραβική θάλασσα.
Η περιοχή ωστόσο που ενδιαφέρει περισσότερο την Κίνα είναι η Αφρική. Τα αποθέματα πρώτων υλών, η έλλειψη σοβαρού ανταγωνισμού – καθώς η Δύση σε μεγάλο βαθμό απουσιάζει–,αλλά και η ευκολία να «κλείνει» τις δουλειές έχουν μετατρέψει την Αφρική σε κινέζικο «χρυσωρυχείο». Η Μοζαμβίκη είναι πλούσια σε ξυλεία, η Ζάμπια σε χαλκό και η Ισημερινή Γουινέα σε πετρέλαιο. Η Κίνα αποτελεί ίσως την τελευταία τους ελπίδα για να προλάβουν τον υπόλοιπο κόσμο, και η ασιατική υπερδύναμη έχει τη δυνατότητα να κάνει δουλειές εκεί όπου η Δύση αποδεικνύεται δειλή. Το Τσαντ, για παράδειγμα, είναι ένα από τα πιο φτωχά κράτη της ηπείρου. Οι συνεχόμενοι εμφύλιοι έχουν καταστρέψει, εκτός από τις δομές του κράτους, και τις υποδομές του. Σύμφωνα με τους New York Times, οι κινέζοι δεν δίστασαν να μετατρέψουν ένα χωριό χωρίς ηλεκτροδότηση και φωτισμό σε βιομηχανική ζώνη, χτίζοντας όσες υποδομές ήταν απαραίτητες για να προχωρήσουν στην εξόρυξη του πετρελαίου του. Το ίδιο συμβαίνει στη Νιγηρία, στην Ανγκόλα, στη Γουινέα, στο Κονγκό και σε άλλες χώρες της «μαύρης ηπείρου», όπου οι κινέζοι φτιάχνουν δρόμους και σιδηρόδρομους με αντάλλαγμα μεγάλα συμβόλαια εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων τους. Στην πραγματικότητα, η Κίνα προστρέχει να καλύψει το κενό που αφήνει η έλλειψη άλλων επενδύσεων στις συγκεκριμένες χώρες. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι εκμεταλλεύεται τη συντριπτική πλειονότητα των κοιτασμάτων πετρελαίου του Σουδάν. Την ώρα που η Δύση «τιμωρεί» το Σουδάν για τη γενοκτονία στο Νταρφούρ, οι κινέζοι κάνουν δουλειές αδιαφορώντας για την ανθρωπιστική τραγωδία.
Οι δυτικοί τους κατηγορούν για νεο-ιμπεριαλιστική πολιτική που στοχεύει στην απομύζηση των πρώτων υλών των αφρικανικών χωρών, η οποία συνοδεύεται από εκτεταμένη διαφθορά. Σύμφωνοι, αλλά η πολιτική αυτή αποδεικνύεται άκρως αποτελεσματική. Όπως υποστηρίζει ο Σούντχα Ραματσαντράν στους Asian Times, η άνεση της Κίνας να προσεγγίζει διεφθαρμένους και απεχθείς ηγέτες της ηπείρου και να κάνει κερδοφόρες συνεργασίες αποδεικνύεται αρκετή για να εξασφαλίσει τη μακροπρόθεσμη παρουσία της στην περιοχή, παρ’ όλο που οι κινέζοι είναι ιδιαιτέρως αντιπαθείς στους αφρικανικούς λαούς.

Ινδία
Ύστερα από απογοητεύσεις πολλών δεκαετιών, η συγκυρία είναι ευνοϊκή για την Ινδία ώστε να μετατραπεί σε μεγάλη δύναμη. Η οικονομική της ανάπτυξη συνοδεύεται και από έντονη δραστηριότητα στις εξωτερικές της σχέσεις. Ο δρόμος ωστόσο που διάλεξε είναι εντελώς διαφορετικός από των κινέζων γειτόνων της. Ξεκινώντας από εκεί, όπως αναφέρει και το περιοδικό διεθνών σχέσεων Foreign Affairs, το Νέο Δελχί έχει προσπαθήσει να βρει ένα «modus vivendi» με την Κίνα και το Πακιστάν ώστε να διεκδικήσει την παρουσία του σε άλλα κομμάτια του κόσμου, όπως η Αφρική, ο Περσικός Κόλπος, η Κεντρική και Νοτιοανατολική Ασία και η περιοχή του Ινδικού Ωκεανού. Η βασική επιλογή της Ινδίας, ωστόσο, είναι η ένταξή της στην «πολιτική Δύση». Αυτό συνεπάγεται καλή συνεργασία με τις ήδη υπάρχουσες υπερδυνάμεις, και κυρίως με την Αμερική, αλλά και υιοθέτηση των κανόνων που αυτές ακολουθούν στις διεθνείς σχέσεις.
Η Ινδία υπερτερεί συγκριτικά με την Κίνα μονάχα σε δύο τομείς: έχει περισσότερους δισεκατομμυριούχους και καλύτερη βιομηχανία ΙΤ (Intelligence Technology), και προσπαθεί να τους εκμεταλλευτεί. Η Κίνα δικαίως θεωρείται η μεγαλύτερη κατασκευαστική δύναμη στον κόσμο και ένα από τα μεγαθήρια των εξαγωγών. Η δυνατότητα της Ινδίας, ωστόσο, για τεχνολογικές και επιχειρηματικές επενδύσεις της δίνει το προβάδισμα στους σύγχρονους και εξεζητημένους τομείς της αγοράς των πλούσιων και ανεπτυγμένων χωρών. Όπως σημειώνει το Business Standard του Νέου Δελχί, το επιχειρηματικό κεφάλαιο της Ινδίας έχει να επιδείξει σαφώς μεγαλύτερες επιτυχίες από το αντίστοιχο της Κίνας στο να παίρνει τον έλεγχο και να διοικεί υποδομές, ακόμα και σε ανεπτυγμένες αγορές όπως οι ευρωπαϊκές και οι ΗΠΑ.
Ακόμα και στην Αφρική, όπου υπάρχει ο μεγαλύτερος ανταγωνισμός μεταξύ των δύο χωρών, η μέθοδος διείσδυσης των ινδών είναι διαφορετική. Η Κίνα μπαίνει στην αγορά κατασκευάζοντας υποδομές μέσω της κεντρικής εξουσίας, ενώ η Ινδία διεισδύει παίρνοντας τον έλεγχο των υποδομών μέσω του ιδιωτικού κεφαλαίου. Όπως αναφέρουν και οι Asian Times, οι ινδικές εταιρείες έχουν διεισδύσει με μεγαλύτερη ευελιξία στην αφρικανική οικονομία και στις κοινωνίες της. Προσλαμβάνουν ντόπιους και τους εκπαιδεύουν να διατηρούν και να επισκευάζουν τις υποδομές που δημιουργούνται. Ταυτοχρόνως, προχωρούν σε συνεργασίες με τοπικούς επιχειρηματίες. Το αποτέλεσμα είναι να γίνονται έτσι περισσότερο αγαπητοί (σε αντίθεση με τους κινέζους, που δουλεύουν μόνοι τους προκαλώντας έντονη δυσαρέσκεια στους φτωχούς τοπικούς πληθυσμούς), κι έτσι οι επενδύσεις τους έχουν καλύτερες προοπτικές να διαρκέσουν σε βάθος χρόνου.
Τα εντυπωσιακά, όμως, αποτελέσματα των κινέζων, καθώς και η δυσκολία να παρακάμψουν τις διεφθαρμένες κυβερνήσεις και να προστατέψουν τις επενδύσεις τους, ωθούν τους ινδούς να υιοθετούν σε αρκετές περιπτώσεις την πολιτική των άσπονδων φίλων τους αποκλίνοντας από τον δυτικό προσανατολισμό τους. Στο Σουδάν, για παράδειγμα, οι δύο ασιατικές χώρες συνεργάζονται στην εξόρυξη πετρελαίου και η Ινδία εξακολουθεί να υποστηρίζει κι εκείνη τη σουδανική κυβέρνηση. Στην περίπτωση της Μιανμάρ, οι ινδοί προχώρησαν ένα βήμα παρακάτω. Ενώ αρχικά υποστήριξαν – όπως άλλωστε και η Κίνα – την πρωτοβουλία για διεθνή απομόνωση της χώρας, σήμερα επισκευάζουν δρόμους, αναβαθμίζουν ένα λιμάνι και σκέφτονται ακόμα και την κατασκευή αγωγού φυσικού αερίου.
Παρόλο όμως που η άμεση ανάθεση έργων από απολυταρχικά καθεστώτα αρχίζει να «γλυκαίνει» την Ινδία καθώς βιάζεται να αποκτήσει διεθνή ερείσματα, οι ινδοί αναλυτές προειδοποιούν για το αντίθετο. Όπως γράφει στην Indian Express ο στρατηγικός αναλυτής Ράχα Μοχάν, η Ινδία πρέπει να αποφύγει τη «νεο-ιμπεριαλιστική» πολιτική, αν θέλει να διατηρήσει τη λαϊκή αποδοχή στις χώρες που επενδύει. «Πρέπει να προσφέρει ένα ριζικά αντίθετο μοντέλο βοήθειας και συνεργασίας», εξηγεί χαρακτηριστικά.

Το ματς με αριθμούς

Κίνα
Πληθυσμός: 1.330.000.000
ΑΕΠ (κατά κεφαλή): 3.700 ευρώ
Ρυθμός ανάπτυξης: 11,4%
Εργατικό δυναμικό: 803.00.000
Πληθυσμός κάτω από το όριο της φτώχειας: 8%
Ανεργία: 4% στις αστικές περιοχές (τα ποσοστά ανεβαίνουν σημαντικά στις αγροτικές περιοχές, αλλά είναι δύσκολο να υπολογιστούν)

Ινδία
Πληθυσμός: 1.148.000.000
ΑΕΠ (κατά κεφαλή): 1.895 ευρώ
Ρυθμός ανάπτυξης: 9,2%
Εργατικό δυναμικό: 516.000.000
Πληθυσμός κάτω από το όριο της φτώχειας: 25%
Ανεργία: 7,2%
Πηγή: CIA factbook

Πολίτευμα και ρυθμοί ανάπτυξης
Οι ρυθμοί ανάπτυξης της Κίνας και της Ινδίας είναι εντυπωσιακοί. Τόσο πολύ, που οι οικονομικοί αναλυτές αναρωτιούνται αν οι δύο χώρες μπορούν να συνεχίσουν έτσι ή τελικά θα ξεφουσκώσουν.
Η συζήτηση μοιραία στρέφεται γύρω από το πολίτευμά τους και την υιοθέτηση ή όχι πιο φιλελεύθερων πολιτικών. Ο καθηγητής του ΜΙΤ, Γιασένγκ Χουάνγκ, αποθεώνει στο Foreign Policy το δημοκρατικό πολίτευμα και τη φιλελεύθερη αγορά της Ινδίας παροτρύνοντας την Κίνα να μιμηθεί το παράδειγμά της. Ο Economist, ωστόσο, παρατηρεί πιο ψύχραιμα ότι το γεγονός πως η ινδική κυβέρνηση έχει εξουσιοδοτήσει εν λευκώ το ιδιωτικό κεφάλαιο να αναλάβει βασικές πολιτικές της χώρας, όπως η παιδεία και τα δημόσια έργα, φανερώνει ότι η Ινδία δεν είναι μια υποδειγματική ελεύθερη αγορά και ότι οι θεσμοί της είναι ανήμποροι να διαχειριστούν τους αναπτυξιακούς πόρους και να παρέχουν βασικές υποδομές και υπηρεσίες στους πολίτες της. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ενώ η ανάπτυξη της χώρας είναι τόσο εντυπωσιακή, η εικόνα της μοιάζει τριτοκοσμική. Η Κίνα, αντιθέτως, έχει επενδύσει σημαντικά στην αναβάθμιση των υποδομών της. Οι θεσμοί της είναι σίγουρα ισχυροί και έχουν την ευχέρεια να παίρνουν δραστικές αποφάσεις, χωρίς μάλιστα να φοβούνται το πολιτικό κόστος. Σε αντίθεση με τους ινδούς, πάντως, διστάζουν να εφαρμόσουν περισσότερες φιλελεύθερες πολιτικές και να ακολουθήσουν τους κανόνες της ελεύθερης αγοράς.
Η ανάπτυξη στην Ινδία ήρθε ως αποτέλεσμα της διεύρυνσης του επιχειρηματικού τομέα, αλλά συνοδεύτηκε από υποβάθμιση των δυνατοτήτων του κράτους. Η Κίνα, πάλι, έχει συντριπτικά υπέρτερες κρατικές δυνατότητες, αλλά έναν ιδιωτικό τομέα που ακόμα δεν έχει βρει τον βηματισμό του. Το στοίχημα, λοιπόν, σύμφωνα με το Business Standard, για τις δύο χώρες είναι αντιστρόφως ανάλογο. Η Ινδία πρέπει να βελτιώσει το κράτος της και η Κίνα να δημιουργήσει αγορές.
Υπάρχει όμως μια θεμελιώδης ασυμμετρία μεταξύ κράτους και αγοράς. Είναι πολύ πιο εύκολο να δημιουργήσεις αγορά, παρά να ενδυναμώσεις το κράτος ή να εμποδίσεις τον περιορισμό του. Για τη δημιουργία μιας αγοράς αρκεί ένα λογικό πολιτικό πλαίσιο, ενώ η οικοδόμηση ισχυρών θεσμών είναι αργή και επίπονη διαδικασία. Υπ’ αυτό το πρίσμα, είναι πιο εύκολο για την Κίνα να βελτιώσει τον ιδιωτικό της τομέα και να διατηρήσει τους ρυθμούς ανάπτυξής της. Η Ινδία, πάλι, ακροβατεί, και μόνο απλό δεν είναι να ανακόψει τη θεσμική παρακμή της.
(Ποντίκι, 25.9.2008)
http://www.topontiki.gr/Pontiki/index.php?option=com_content&task=view&id=3320&Itemid=54

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου